ἄγκαθεν: Difference between revisions
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
(1) |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἄγκᾰθεν:''' <b class="num">I</b> adv. в объятия, обнимая: ἄ. [[λαβεῖν]] τι Aesch. обхватить что-л. руками.<br /><b class="num">II</b> adv. (= [[ἀνέκαθεν]]) наверху, сверху: στέγης ἄ. Aesch. на кровле. | |elrutext='''ἄγκᾰθεν:''' <b class="num">I</b> adv. в объятия, обнимая: ἄ. [[λαβεῖν]] τι Aesch. обхватить что-л. руками.<br /><b class="num">II</b> adv. (= [[ἀνέκαθεν]]) наверху, сверху: στέγης ἄ. Aesch. на кровле. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> like [[ἀγκάς]], in the [[arms]], Aesch.<br /><b class="num">II.</b> with [[bent]] arm, resting on the arm, Aesch. [not for [[ἀνέκαθεν]], [[since]] ἀγκ- stands for ἀνακ-, [[never]] for ἀνεκ-.] | |||
}} | }} |
Revision as of 11:35, 9 January 2019
English (LSJ)
Adv.
A in the arms, ἄ. λαβεῖν τι A.Eu.80. 2 resting on the elbows, A.Ag.3; also expl. as contr. for ἀνέκαθεν, = ἄνωθεν, on the top, cf. Sch. ad l. c., Hsch., AB337.
German (Pape)
[Seite 14] 1) = ἀγκάς, βρέτας ἄγκ. λαβών, in die Arme fassend, Aesch. Eum. 80. – 2) = ἀνέκαθεν, Aesch. Ag. 3, von oben, wo es aber auch ist: auf den Ellnbogen gestützt.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγκᾰθεν: ἐπίρρ. ὡς τὸ ἀγκάς, ἐν ταῖς ἀγκάλαις, ἄγκ. λαβεῖν τι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 80. ΙΙ. κατὰ συγκοπὴν ἐκ τοῦ ἀνέκαθεν = ἄνωθεν, ἐπὶ τῆς κορυφῆς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 3 (ἴδε Σχολ. ἐν τόπῳ, Ἡσύχ., Α. Β. 337. 25.)· ἐν τῷ χωρίῳ τούτῳ ὁ Ἕρμαν ἑρμηνεύει cubito presso, μετὰ κεκαμμένου βραχίονος, δηλ. στηριζόμενος ἐπὶ τοῦ βραχίονος, ἀφ᾿ οὗ ἁπανταχοῦ τὸ ἀγκ- εὕρηται ἀντὶ τοῦ ἀνακ-, οὐδέποτε δὲ ἀντὶ τοῦ ἀνεκ-· ἀλλ’ ἴδε Schneidew. Philol. 3. σ. 117 κἑξ. ― Ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 349 ἀνέκαθεν ἀπαιτεῖ τὸ μέτρον.
French (Bailly abrégé)
adv.
en embrassant.
Étymologie: cf. ἀγκάς.
2poét. c. ἀνέκαθεν.
Spanish (DGE)
(ἄγκᾰθεν)
adv.
1 en brazos λαβεῖν βρέτας A.Eu.80.
2 de codos, de bruces κοιμώμενος στέγαις Ἀτρειδῶν ἄγκαθεν A.A.3, cf. ref. a este pasaje c. una interpr. errónea como sínc. de ἀνέκαθεν desde el principio, desde hace tiempo Sch.A.A.3a-b, Hsch.s.u. ἀγρίαθεν (ap.crít.), Phot.α 181, AB 337.
Greek Monotonic
ἄγκᾰθεν: επίρρ. όπως το ἀγκάς,
I. στην αγκαλιά, σε Αισχύλ.
II. με λυγισμένο βραχίονα, δηλ. στηριζόμενος στο βραχίονα, στον ίδ.· όχι αντί ἀνέκαθεν, εφόσον το ἀγκ- υπάρχει αντί του ἀνακ- και ουδέποτε αντί του ἀνεκ-.
Russian (Dvoretsky)
ἄγκᾰθεν: I adv. в объятия, обнимая: ἄ. λαβεῖν τι Aesch. обхватить что-л. руками.
II adv. (= ἀνέκαθεν) наверху, сверху: στέγης ἄ. Aesch. на кровле.
Middle Liddell
I. like ἀγκάς, in the arms, Aesch.
II. with bent arm, resting on the arm, Aesch. [not for ἀνέκαθεν, since ἀγκ- stands for ἀνακ-, never for ἀνεκ-.]