Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πορφυροπώλης: Difference between revisions

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πορφῠροπώλης:''' -ου, ὁ ([[πωλέω]]), [[έμπορος]] πορφύρας, θηλ. πορφῠρό-πωλις, <i>-ιδος</i>, <i>ἡ</i>, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''πορφῠροπώλης:''' -ου, ὁ ([[πωλέω]]), [[έμπορος]] πορφύρας, θηλ. πορφῠρό-πωλις, <i>-ιδος</i>, <i>ἡ</i>, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πορφῠρο-[[πώλης]], ου, ὁ, [[πωλέω]]<br />a [[dealer]] in [[purple]], fem. πορφῠρό-πωλις, ιδος, NTest.
}}
}}

Revision as of 11:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορφῠροπώλης Medium diacritics: πορφυροπώλης Low diacritics: πορφυροπώλης Capitals: ΠΟΡΦΥΡΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: porphyropṓlēs Transliteration B: porphyropōlēs Transliteration C: porfyropolis Beta Code: porfuropw/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A dealer in purple, IG Rom.4.1071 (Cos), Judeich Altertümer von Hierapolis No.156: fem. πορφῠρό-πωλις, ιδος, IGRom. l.c. (prob.), Act.Ap.16.14, PFlor.71.641 (iv A.D.):—hence πορφῠρο-πωλική (sc. τέχνη), ἡ, their trade, AB379, Harp. s.v. ἁλουργοπωλική.

German (Pape)

[Seite 686] ὁ, fem. πορφυρόπωλις, Purpurhändler, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῠροπώλης: -ου, ὁ ἔμπορος πορφύρας, Συλλ. Ἐπιγρ. 2519· θηλ. πορφῠρόπωλις, ιδος, Πράξ. Ἀποστ. ις΄, 14, Σουΐδ.· ― πορφῠροπωλικὴ (ἐξυπ. τέχνη), ἡ, τὸ ἐμπόριον τῆς πορφύρας, τὸ ἐπάγγελμα τοῦ πορφυροπώλου, Α. Β. 379, Ἁρποκρ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 533.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
marchand d’étoffes de pourpre.
Étymologie: πορφύρα, πωλέω.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. πορφυρόπωλις, -ώλιδος, ΜΑ, θηλ. και πορφυροπώλισσα, Μ
αυτός που ασχολείται με το εμπόριο της πορφύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + -πώλης].

Greek Monotonic

πορφῠροπώλης: -ου, ὁ (πωλέω), έμπορος πορφύρας, θηλ. πορφῠρό-πωλις, -ιδος, , σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

πορφῠρο-πώλης, ου, ὁ, πωλέω
a dealer in purple, fem. πορφῠρό-πωλις, ιδος, NTest.