λευκόω: Difference between revisions

From LSJ

Βροτοῖς ἅπασι κατθανεῖν ὀφείλεται → Reddenda cunctis vita tamquam debitum → Den Tod erleiden schulden alle Sterblichen

Menander, Monostichoi, 69
(3)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''λευκόω:''' <b class="num">1)</b> делать белым, белить (med. τὰ [[ὅπλα]] Xen.; [[τοῖχος]] λελευκωμένος Plat.; [[γραμματεῖον]] λελευκωμένον Arst., Dem.);<br /><b class="num">2)</b> увенчивать белым: λευκωθεὶς [[κάρα]] μύρτοις Pind. увенчанный белыми цветами мирта;<br /><b class="num">3)</b> обнажать ([[πόδα]] [[γαῦρον]] Anth.).
|elrutext='''λευκόω:'''<br /><b class="num">1)</b> делать белым, белить (med. τὰ [[ὅπλα]] Xen.; [[τοῖχος]] λελευκωμένος Plat.; [[γραμματεῖον]] λελευκωμένον Arst., Dem.);<br /><b class="num">2)</b> увенчивать белым: λευκωθεὶς [[κάρα]] μύρτοις Pind. увенчанный белыми цветами мирта;<br /><b class="num">3)</b> обнажать ([[πόδα]] [[γαῦρον]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 12:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκόω Medium diacritics: λευκόω Low diacritics: λευκόω Capitals: ΛΕΥΚΟΩ
Transliteration A: leukóō Transliteration B: leukoō Transliteration C: lefkoo Beta Code: leuko/w

English (LSJ)

   A whiten over, [πυξίον] Aen.Tact.31.14; βωμόν IG22.1672.140:—Med., λευκοῦσθαι τὰ ὅπλα whiten their shields, X.HG2.4.25, cf. 7.5.20; λ. πόδα bare the foot, AP9.403 (Maec.).    II mostly in Pass., to be made or become white, λευκωθεὶς κάρα μύρτοις Pi.I.4(3).69; τοῖχος λελευκωμένος whitened or plastered, Pl.Lg.785a; γραμματεῖον λελευκωμένον, = λεύκωμα 1, D.46.11; ὁ ἄνθρωπος οὐ λευκός ἐστιν ἀλλὰ λελεύκωται Arist.Ph.185b29; of a leper, Ph.1.346; λελευκωμένος πίναξ, of the list of proscribed, D.C.Fr.109.12.

German (Pape)

[Seite 35] weißen, weiß machen, weiß färben, bes. pass., ἐν τοίχῳ λελευκωμένῳ, mit Kalk übertüncht, Plat. Legg. VI, 785 a; γραμματεῖον λελευκωμένον, = λεύκωμα, Dem. 46, 11; λελεύκωται, Arist. phys. 1, 2. Auch λευκωθεὶς κάρα μύρτοις, Pind. I. 3, 87. – Med. für sich weiß anstreichen, ὅπλα, τὰ κράνη, Xen. Hell. 2, 4, 25. 5, 20, dem nachher λαμπρύνομαι entspricht, also blank machen; aber λεύκωσαι πόδα, entblöße den Fuß, Q. Maec. 11 (IX, 403).

Greek (Liddell-Scott)

λευκόω: (λευκὸς) κάμνω λευκόν, «ἀσπρίζω», Αἰν. Τακτ. 31· λ. πόδα, γυμνώνω τὸν πόδα, Ἀνθ. Π. 9. 403. - Μέσ., λευκοῦσθαι τὰ ὅπλα Ξεν. Ἑλ. 2. 4, 25, πρβλ. 7. 5, 20. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ Παθ., γίνομαι λευκός, ἀσπρίζομαι, λευκωθεὶς κάρα μύρτοις Πινδ. Ι. 4 (3). 117· τοῖχος λελευκωμένος, «ἀσπρισμένος», Πλάτ. Νόμ. 785Α· γραμματεῖον λελευκωμένον = λεύκωμα Ι, Δημ. 1132. 8· ὁ ἄνθρωπος οὐ λευκός ἐστι, ἀλλὰ λελεύκωται Ἀριστ. Φυσ. 1. 2, 11.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
rendre blanc, càd blanchir, crépir ou peindre en blanc, acc.;
Moy. λευκόομαι-οῦμαι blanchir pour soi, rendre luisant, polir : τὰ ὅπλα XÉN ses armes.
Étymologie: λευκός.

English (Slater)

λευκόω
   1 make white ἔνθα λευκωθεὶς κάρα μύρτοις ὅδ' ἀνὴρ διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο crowned with white myrtle (I. 4.69)

Greek Monotonic

λευκόω: μέλ. -ώσω (λευκός)· κάνω κάτι λευκό· λευκόω πόδα, ξεγυμνώνω τα πόδια, σε Ανθ. — Μέσ., λευκοῦσθαι τὰ ὅπλα, ασπρίζουν, λευκαίνουν τις ασπίδες τους, σε Ξεν. — Παθ., είμαι ή γίνομαι λευκός, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

λευκόω:
1) делать белым, белить (med. τὰ ὅπλα Xen.; τοῖχος λελευκωμένος Plat.; γραμματεῖον λελευκωμένον Arst., Dem.);
2) увенчивать белым: λευκωθεὶς κάρα μύρτοις Pind. увенчанный белыми цветами мирта;
3) обнажать (πόδα γαῦρον Anth.).