κενοφωνία: Difference between revisions
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
(nl) |
(1ba) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κενοφωνία -ας, ἡ [κενός, φωνή] geklets, ijdel gepraat. | |elnltext=κενοφωνία -ας, ἡ [κενός, φωνή] geklets, ijdel gepraat. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κενο-φωνία, ἡ, [[φωνέω]]<br />[[vain]] [[talking]], [[babbling]], NTest. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 9 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A vain talking, Dsc.Praef. 2: in pl., 1 Ep.Ti.6.20, 2 Ep.Ti.2.16, Porph.Chr.58; ἄγραφοι κ. Just. Nov.146.1.2.
German (Pape)
[Seite 1417] ἡ, leere, vergebliche Rede, Sp., wie Diosc. prooem. lib. 1; VLL. erklären ματαιοφωνία.
Greek (Liddell-Scott)
κενοφωνία: ἡ, κενὴ φωνή, τὸ μάταια, ἀνόητα λέγειν, Α΄ Ἐπ. πρ. Τιμ. ς΄, 20, Β΄ β΄, 16.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
parole vide de sens, vain bavardage.
Étymologie: κενός, φρήν.
English (Strong)
from a presumed compound of κενός and φωνή; empty sounding, i.e. fruitless discussion: vain.
Greek Monolingual
κενοφωνία, ἡ (ΑΜ) κενοφωνῶ
το να λέγει κανείς κενά λόγια, ματαιολογία, μωρολογία.
Greek Monotonic
κενοφωνία: ἡ (φωνέω), μάταιη συζήτηση, φλυαρία, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
κενοφωνία: ἡ pl. пустословие NT.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κενοφωνία -ας, ἡ [κενός, φωνή] geklets, ijdel gepraat.