ἀλλαχῆ: Difference between revisions
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
(2) |
(1a) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀλλᾰχῆ:''' επίρρ., ([[ἄλλος]]), [[αλλού]], σε [[άλλο]] [[μέρος]], [[ἄλλος]] [[ἀλλαχῆ]], [[ένας]] εδώ, [[άλλος]] [[εκεί]], σε Ξεν.· [[ἄλλοτε]] [[ἀλλαχῆ]], [[τώρα]] εδώ, [[τώρα]] [[εκεί]], στον ίδ. | |lsmtext='''ἀλλᾰχῆ:''' επίρρ., ([[ἄλλος]]), [[αλλού]], σε [[άλλο]] [[μέρος]], [[ἄλλος]] [[ἀλλαχῆ]], [[ένας]] εδώ, [[άλλος]] [[εκεί]], σε Ξεν.· [[ἄλλοτε]] [[ἀλλαχῆ]], [[τώρα]] εδώ, [[τώρα]] [[εκεί]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἄλλος]]<br />[[elsewhere]], in [[another]] [[place]], [[ἄλλος]] [[ἀλλαχῆ]] one [[here]], [[another]] [[there]], Xen.; [[ἄλλοτε]] [[ἀλλαχῆ]] now [[here]], now [[there]], Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:20, 9 January 2019
English (LSJ)
Delph. ἀλλαχᾷ GDI2085, Adv., (ἄλλος)
A elsewhere, in another place, ἄλλος ἀ. one here, another there, X.An.7.3.47; ἄλλοτε ἀ. now here, now there, Id.Mem.1.4.12;=ἄλλοσε, ἀπιὼν ἀ. Ar.Av. 1020, cf. PLips.104 (i B. C.).
German (Pape)
[Seite 102] auf andere Art; auch anderswo u. anderswohin, Xen. An. 7, 3, 47 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλαχῆ: ἐπίρρ. (ἄλλος) εἰς ἄλλο μέρος, ἀλλαχοῦ, ἄλλος ἀλλαχῆ, ἄλλος ἐδῶ καὶ ἄλλος ἐκεῖ, Ξεν. Ἀν. 7. 3, 47· ἄλλοτε ἀλλαχῆ, ἄλλοτε ἐδῶ καὶ ἄλλοτε ἐκεῖ, ὁ αὐτ. Ἀπομν. 1. 4, 12.
Greek Monolingual
ἀλλαχῆ και ἀλλαχῇ επίρρ. (Α)
1. κάπου αλλού, σε άλλο μέρος
2. φρ. «άλλοτε αλλαχή», μια εδώ και μια εκεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θ. της λ. ἄλλος + ουρανικό πρόσψυμα -αχ-, όπως και στα ἀλλαχόθεν, ἀλλαχόθι, ἀλλαχοῦ κ.ά. + επιρρ. κατάλ. -ή (και -η)].
Greek Monotonic
ἀλλᾰχῆ: επίρρ., (ἄλλος), αλλού, σε άλλο μέρος, ἄλλος ἀλλαχῆ, ένας εδώ, άλλος εκεί, σε Ξεν.· ἄλλοτε ἀλλαχῆ, τώρα εδώ, τώρα εκεί, στον ίδ.
Middle Liddell
ἄλλος
elsewhere, in another place, ἄλλος ἀλλαχῆ one here, another there, Xen.; ἄλλοτε ἀλλαχῆ now here, now there, Xen.