μελικτής: Difference between revisions

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source
(5)
(1ba)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελικτής:''' -οῦ, ὁ, Δωρ. -[[κτάς]] ([[μελίζω]]), [[τραγουδιστής]], [[εκτελεστής]] μουσικού οργάνου, σε Θεόκρ., Μόσχ.
|lsmtext='''μελικτής:''' -οῦ, ὁ, Δωρ. -[[κτάς]] ([[μελίζω]]), [[τραγουδιστής]], [[εκτελεστής]] μουσικού οργάνου, σε Θεόκρ., Μόσχ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μελικτής]], οῦ, ὁ, [[μελίζω]]<br />a [[singer]], [[player]], Theocr., Mosch.
}}
}}

Revision as of 14:15, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελικτής Medium diacritics: μελικτής Low diacritics: μελικτής Capitals: ΜΕΛΙΚΤΗΣ
Transliteration A: meliktḗs Transliteration B: meliktēs Transliteration C: meliktis Beta Code: melikth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, Dor. μελι-κτάς, (μελίζω B)

   A singer, player; esp. fluteplayer, Theoc.4.30, Mosch.3.7; cf. μελιστής.

Greek (Liddell-Scott)

μελικτής: -οῦ, ὁ, Δωρ. -κτάς, (μελίζω Β) ἀοιδός, μουσικός, ἰδίως αὐλητής, Θεόκρ. 4. 30, Μόσχ. 3. 7· - ὡσαύτως μελιστής.

Greek Monolingual

μελικτής, δωρ. τ. μελικτάς, ὁ (Α) μελίζω
1. αοιδός, μουσικός, τραγουδιστής
2. (ειδικά) αυλητής («ἐγὼ δέ τις εἰμὶ μελικτὰς κεὖ μὲν τά Γλαύκας ἀγκρούομαι», Θεόκρ.).

Greek Monotonic

μελικτής: -οῦ, ὁ, Δωρ. -κτάς (μελίζω), τραγουδιστής, εκτελεστής μουσικού οργάνου, σε Θεόκρ., Μόσχ.

Middle Liddell

μελικτής, οῦ, ὁ, μελίζω
a singer, player, Theocr., Mosch.