μακιστήρ: Difference between revisions

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
(3)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''μᾱκιστήρ:''' ῆρος adj. [предполож. из *[[μαστικτήρ]] от [[μάστιξ]] пронзающий, разрывающий: μ. καρδίας [[λόγος]] Aesch. душераздирающая речь.
|elrutext='''μᾱκιστήρ:''' ῆρος adj. [предполож. из *[[μαστικτήρ]] от [[μάστιξ]] пронзающий, разрывающий: μ. καρδίας [[λόγος]] Aesch. душераздирающая речь.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[long]] and [[tedious]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 14:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾱκιστήρ Medium diacritics: μακιστήρ Low diacritics: μακιστήρ Capitals: ΜΑΚΙΣΤΗΡ
Transliteration A: makistḗr Transliteration B: makistēr Transliteration C: makistir Beta Code: makisth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A long and tedious, μῦθος A.Pers.698 (troch.); μακιστῆρα καρδίας λόγον is corrupt in Id.Supp.466 (Sch. δηκτικόν, leg. μαστικτῆρα).

German (Pape)

[Seite 84] ῆρος, ὁ, Aesch. Suppl. 461, ἤκουσα μακιστῆρα καρδίας λόγον, nach der alten Erkl. = das Herz treffend, verwundend.

Greek (Liddell-Scott)

μᾱκιστήρ: ῆρος, ὁ, μακρός, σχοινοτενής, μή τι μακιστῆρα μῦθον, ἀλλὰ σύντομον λέγων εἰπὲ καὶ πέραινε πάντα Αἰσχύλ. Πέρσ. 698 (διάφορ. γραφ. μακεστήρ). - Ἐν Ἱκέτ. 466, ἀντὶ τοῦ μακιστῆρα καρδίας λόγον (ἑρμηνευομένου: εἰσχωροῦντα βαθέως εἰς τὴν καρδίαν, διαπερῶντα αὐτήν), ὁ Auratus προέτεινε μαστικτῆρα, ὁ δὲ Ἕρμανν. δακνιστῆρα (ἑπόμενος τῷ Σχολιαστῇ ἑρμηνεύοντι διὰ τοῦ καρδίας δηκτικόν).

French (Bailly abrégé)

ῆρος;
adj. m.
1 long et ennuyeux (discours);
2 qui perce, qui blesse, gén..
Étymologie: 1) μακρός - 2) leçon corrompue pour μαστικτήρ, cf. μαστίκτωρ, μαστίζω.

Greek Monolingual

μακιστήρ, -ῆρος, ἡ (Α)
1. εκτεταμένος, μακρύς, σχοινοτενής («μή τι μακιστῆρα μῡθον, ἀλλὰ σύντομον λέγων εἰπὲ καὶ πέραινε πάντα», Αισχύλ.)
2. δηκτικός, ενοχλητικός, διαπεραστικός («μακιστήρα καρδίας λόγον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < μηκίζω < μῆκος + επίθημα -τήρ].

Greek Monotonic

μᾱκιστήρ: -ῆρος, ὁ, μακροσκελής και ανιαρός, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

μᾱκιστήρ: ῆρος adj. [предполож. из *μαστικτήρ от μάστιξ пронзающий, разрывающий: μ. καρδίας λόγος Aesch. душераздирающая речь.

Middle Liddell

long and tedious, Aesch.