ἄνατος: Difference between revisions
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
(1) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἄνᾱτος:''' <b class="num">1)</b> не понесший ущерба или наказания, не пострадавший (τινι Aesch. и τινος Soph.);<br /><b class="num">2)</b> безобидный, безвредный ([[πρᾶγμα]] Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> не обусловленный преступлением, т. е. незаслуженный ([[φυγή]] Aesch.). | |elrutext='''ἄνᾱτος:''' <b class="num">1)</b> не понесший ущерба или наказания, не пострадавший (τινι Aesch. и τινος Soph.);<br /><b class="num">2)</b> безобидный, безвредный ([[πρᾶγμα]] Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> не обусловленный преступлением, т. е. незаслуженный ([[φυγή]] Aesch.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[ἄτη]<br />[[unharmed]], Aesch.; c. gen., κακῶν [[ἄνατος]] harmed by no ills, Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:00, 9 January 2019
English (LSJ)
ον, (ἄτη)
A unharmed, B.Fr.19(cj.); Αοξίου κότῳ A.Ag. 1211; κακῶν ἄνατος harmed by no ills, S.OC786, where the Laur.Ms. ἄναιτος. II Act., not harming, harmless, A.Supp.356,359, 410. 2 immune from punishment, Ἀρχ. Ἐφ. 1920.76 (Crete, vi/v B.C.). Adv. -τως with impunity, IG9(1).333 (Locr.). (Contr. fr. ἀνάατος, q.v.)
German (Pape)
[Seite 211] (ἄτη), 1) ohne Schaden, Λοξίου κότῳ, unverletzt durch Apollo's Zorn, Aesch. Ag. 1184; κακῶν ἄν., durch kein Unheil gefährdet. Soph. O. C. 790, wo aber die Mehrzahl der codd. ἄναιτος haben, Schol. erklärt ἀναίτιος. – 2) unschädlich, πρᾶγμα Aesch. Suppl. 351, vgl. 354.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνᾱτος: -ον, ὁ μὴ παθὼν βλάβην, Λοξίου κότῳ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1211· κακῶν ἄνατος, ὁ μὴ βλαβεὶς ὑπὸ κακῶν, Σοφ. Ο. Κ. 786, ἔνθα τὸ Λαυρ. Χειρόγρ. ἔχει ἄναιτος μετὰ ἐξηγ. γλωσσ., «ἤγουν ἀναίτιος»· πρβλ. ἀνατί. ΙΙ. ἐνέργ., μὴ προξενῶν βλάβην, εἴη δ’ ἄνατον πρᾶγμα Αἰσχύ. Ἱκ. 356· ἴδοιτο δῆτ’ ἄνατον φυγὰν αὐτόθι 359, 410 - Ἐπίρρ. -άτως, ἀτιμωρητεί, CIGS. III, 333.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non endommagé, non atteint par, sans atteinte de, gén. ou dat.;
2 qui ne nuit pas, innocent.
Étymologie: ἀ, ἄτη.
Spanish (DGE)
(ἄνᾱτος) -ον
• Alolema(s): ἄναιτος ICr.4.87.11 (Gortina), Sud.
I 1no castigado, ileso, indemne νούσων B.Fr.23.2, κακῶν S.OC 786, Λοξίου κότῳ A.A.1211, cf. Hsch., Sud.
2 inmune, que no puede ser castigado αἱ δέ κ' ἀλεκσόμενος π[α] ίη ἄνατον ἦμεν τō ἀλεκσομένο ICr.1.10.2.4 (Eltinia VI/V a.C.), ἄναιτον ... τοῖς ἐσπράταις ICr.l.c.
3 inofensivo, que no causa desgracias πρᾶγμα A.Supp.356, φυγά A.Supp.359, cf. 410.
II adv. -ως impunemente, IG 92.717.3 (Lócride V a.C.). • DMic.: a-na-to.
Greek Monolingual
ἄνατος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν έχει πάθει βλάβη, ζημιά
2. αυτός που δεν προξενεί βλάβη, αβλαβής, ακίνδυνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + άτη < αάω «βλάπτω».
ΠΑΡ. ανατεί κ. ανατί].
Greek Monotonic
ἄνᾱτος: -ον (ἄτη), ανέπαφος, ανέβλαβος, σε Αισχύλ.· με γεν., κακῶν ἄνατος, ανεπηρέαστος από οποιοδήποτε κακό, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἄνᾱτος: 1) не понесший ущерба или наказания, не пострадавший (τινι Aesch. и τινος Soph.);
2) безобидный, безвредный (πρᾶγμα Aesch.);
3) не обусловленный преступлением, т. е. незаслуженный (φυγή Aesch.).
Middle Liddell
[ἄτη]
unharmed, Aesch.; c. gen., κακῶν ἄνατος harmed by no ills, Soph.