διαγρυπνέω: Difference between revisions
Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt
(1b) |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διαγρυπνέω:''' (тж. δ. τὴν νύκτα Diod.) проводить ночь без сна, бодрствовать Arph., Plut. | |elrutext='''διαγρυπνέω:''' (тж. δ. τὴν νύκτα Diod.) проводить ночь без сна, бодрствовать Arph., Plut. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to lie [[awake]], Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:50, 9 January 2019
English (LSJ)
A lie awake, ἐν μακρῷ χρόνῳ νυκτὸς δ. Ar.Ra.931, cf. Luc.Nec.6, Porph.Abst.1.27; τὴν νύκτα D.S.14.105.
German (Pape)
[Seite 575] die ganze Nacht durch schlaflos sein, wachen, Ar. Ran. 931; Plut. Cat. min. 27; τὴν νύκτα, D. Sic. 14, 105.
Greek (Liddell-Scott)
διαγρυπνέω: διατελῶ ἄγρυπνος, κεῖμαι ἐπὶ τῆς κλίνης ἄγρυπνος, ἐν μακρῷ χρόνῳ νυκτὸς δ. Ἀριστοφ. Βατρ. 931· τήν νύκτα Διόδ. 14. 105.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
passer la nuit sans dormir, rester éveillé.
Étymologie: διά, ἀγρυπνέω.
Spanish (DGE)
desvelarse o estar desvelado σμικρὰ διαγρυπνήσασα teniendo algunos momentos de insomnio Hp.Epid.7.120, διαγρυπνοῦσι δὲ τῶν ποιμνίων χάριν Str.16.4.17, ὁ διαγρυπνῶν Ἀγαμέμνων Posidon. en Gal.5.400, μοὶ διαγρυπνοῦντι τούτων ἕνεκα Luc.Nec.6, cf. Porph.Abst.1.27, ὑπὸ τῶν συνεχόντων φροντισμάτων διαγρυπνοῦσα Hld.6.14.2
•c. gen. temp. νυκτὸς Ar.Ra.931
•c. ac. τὰς νύκτας διαγρυπνῶν Plb.21.26.11, D.S.2.25
•mantenerse despierto, velar ὁ διαγρυπνήσας Callippus 1, διηγρύπνει δὲ καὶ Μωυσῆς ἀναδιδάσκων τὸν Ἰησοῦν I.AI 3.50, ὥστε ... ἐνίους ἀσίτους διαγρυπνῆσαι μετ' ἀλλήλων Plu.Cat.Mi.27, εἰς ὕπνον τρεπομένων αὐτὸς διαγρυπνῶν permaneciendo despierto mientras ellos se iban a dormir, A.Andr.Gr.8.12, μέχρι τῆς ἕω Sch.Ar.Eq.277a
•c. ac. de tiempo διαγρυπνεῖν τὰς τηλικαύτας ἡμέρας Crates Gr.Fr.37a, τὴν ἡμέραν καὶ τὴν νύκτα διηγρύπνησεν ἐν τοῖς ὅπλοις permaneció día y noche despierto con las armas D.S.14.105, ὥστε τὰς νύκτας ἅπαντας διαγρυπνεῖν φυλάττοντας τὴν πόλιν de forma que pasaban todas las noches en vela vigilando la ciudad D.S.11.24.
Greek Monotonic
διαγρυπνέω: μέλ. -ήσω, βρίσκομαι στο κρεβάτι άγρυπνος, ξενυχτώ, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
διαγρυπνέω: (тж. δ. τὴν νύκτα Diod.) проводить ночь без сна, бодрствовать Arph., Plut.
Middle Liddell
fut. ήσω
to lie awake, Ar.