Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διεῖδον: Difference between revisions

From LSJ

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.
(1b)
(1a)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''διεῖδον:''' aor. 2 к [[διοράω]].
|elrutext='''διεῖδον:''' aor. 2 к [[διοράω]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=inf. -ιδεῖν [aor2 with no pres. in use, [[διοράω]] [[being]] used [[instead]] [cf. [[διαείδω]]<br /><b class="num">I.</b> to see [[thoroughly]], [[discern]], Ar., Plat.; [[διιδεῖν]] [[περί]] τινος Plat.<br /><b class="num">II.</b> perf. [[δίοιδα]], inf. διειδέναι to [[know]] the [[difference]] [[between]], to [[distinguish]], Eur., etc.: to [[decide]], Soph.
}}
}}

Revision as of 21:17, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεῖδον Medium diacritics: διεῖδον Low diacritics: διείδον Capitals: ΔΙΕΙΔΟΝ
Transliteration A: dieîdon Transliteration B: dieidon Transliteration C: dieidon Beta Code: diei=don

English (LSJ)

inf. διϊδεῖν, aor. 2 with no pres. in use (διοράω being used),

   A see thoroughly, discern (on the Homeric usage v. δια-είδω), τι Ar.Nu.168, Pl.Phdr.264c; λόγος οὐ ῥᾴδιος διϊδεῖν Id.Phd.62b.    2 see through:—Pass., διειδομένη ἐν ὕδατι νῆσος Call.Del.191; ἀτραπὸς . . διειδομένη πεδίοιο seen through or across the plain, A.R.1.546.    II pf. δίοιδα, inf. διειδέναι, Ep. διίδμεναι Id.4.1360, distinguish, discern, ἀνδρῶν . . τὸν κακὸν διειδέναι E.Med.518, cf. Ar.Ra.975, Pl.Phdr.262a: fut., διείσεται ἡ χείρ Orib.8.36.6; decide, S.OC295.

German (Pape)

[Seite 617] διιδεῖν, s. διοράω.

Greek (Liddell-Scott)

διεῖδον: ἀπαρ. διϊδεῖν, ἀόρ. β΄ ἄνευ ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, ἀντ’ αὐτοῦ δὲ εἶνε ἐν χρήσει τὸ διοράω· - βλέπω ἐντελῶς, διακρίνω (περὶ τῆς Ὁμηρ. χρήσ. τῆς λέξεως ἴδε διαείδω), τι Ἀριστοφ. Νεφ. 168, Πλάτ. Φαίδρ. 264· διιδεῖν περί τινος ὁ αὐτ. Φαίδωνι 62Β. 2) βλέπω διὰ μέσου. - Παθ., διειδομένη ἐν ὕδατι νῆσος Καλλ. εἰς Δῆλ. 141· διειδομένη πεδίοιο, βλεπομένη διὰ μέσου τῆς πεδιάδος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 546. ΙΙ. ἀπαρ. διειδέναι, Ἐπ. διίδμεναι (Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1360), γνωρίζω τὴν διαφορὰν μεταξύ…, διακρίνω, ἀνδρῶν … τὸν κακὸν διειδέναι Εὐρ. Μηδ. 518, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 975, Πλάτ. Φαίδρ. 262Α· ἀποφασίζω, Σοφ. Ο. Κ. 295. - Ὁ ποιητ. μέλλ. διείσομαι ἐν Νικ. Θ. 494, 837, ἀναφέρεται εἰς τὸ ῥῆμα δίειμι, διέρχομαι.

French (Bailly abrégé)

v. διοράω.

Greek Monotonic

διεῖδον: απαρ. -ιδεῖν, αόρ. βʹ με ενεστ. σε αχρηστία, το διοράω αντί αυτού χρησιμοποιείται (πρβλ. διαείδω),· διακρίνω, εξετάζω προσεκτικά, σε Αριστοφ., Πλάτ.· διιδεῖν περί τινος, στον ίδ.
II. παρακ. δίοιδα, απαρ. διειδέναι· γνωρίζω τη διαφορά μεταξύ, διαφοροποιώ, διακρίνω, ξεχωρίζω, σε Ευρ. κ.λπ.· αποφασίζω, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

διεῖδον: aor. 2 к διοράω.

Middle Liddell

inf. -ιδεῖν [aor2 with no pres. in use, διοράω being used instead [cf. διαείδω
I. to see thoroughly, discern, Ar., Plat.; διιδεῖν περί τινος Plat.
II. perf. δίοιδα, inf. διειδέναι to know the difference between, to distinguish, Eur., etc.: to decide, Soph.