εἰσοίκησις: Difference between revisions
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
(2) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εἰσοίκησις:''' εως ἡ жилище, жилье Soph. | |elrutext='''εἰσοίκησις:''' εως ἡ жилище, жилье Soph. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[εἰσοίκησις]], εως [from [[εἰσοικέω]]<br />a [[place]] for [[dwelling]] in, a [[home]], Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:30, 9 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A place for dwelling in, home, ἄοικος εἰ. S.Ph.534 (dub.).
German (Pape)
[Seite 744] ἡ, die Ansiedlung, ἡ ἔσω ἄοικος Soph. Phil. 530.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσοίκησις: -εως, ἡ, τόπος πρὸς οἴκησιν, κατοικία, ἄοικος εἰσοίκησις, ἀκατοίκητος κατοικία, Σοφ. Φ. 534.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
installation, habitation.
Étymologie: εἰς, οἰκέω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Alolema(s): ἐσ- Paus.7.2.6
1 concr. morada, habitáculo ἄοικος εἰ. morada que no es casa del lugar en que permaneció Filoctetes, S.Ph.534.
2 abstr. acción de habitar o establecerse, instalación, asentamiento c. gen. subjet. τὸ μαντεῖόν ἐστιν ἀρχαιότερον ἢ κατὰ τὴν Ἰώνων ἐσοίκησιν Paus.l.c., c. gen. obj. τοῦ παραδείσου Gr.Nyss.Res.316.1.
Greek Monolingual
εἰσοίκησις, η (Α)
τόπος για οίκηση, κατοικία.
Greek Monotonic
εἰσοίκησις: -εως, ἡ, κατοικία, διαμονή, τόπος διαβίωσης, σπιτικό, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
εἰσοίκησις: εως ἡ жилище, жилье Soph.
Middle Liddell
εἰσοίκησις, εως [from εἰσοικέω
a place for dwelling in, a home, Soph.