ἐλάττωμα: Difference between revisions
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
(4) |
(1ab) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐλάττωμα:''' -ατος, τό ([[ἐλαττόω]]), [[μειονέκτημα]], [[ελάττωμα]], [[αδυναμία]], σε Δημ. | |lsmtext='''ἐλάττωμα:''' -ατος, τό ([[ἐλαττόω]]), [[μειονέκτημα]], [[ελάττωμα]], [[αδυναμία]], σε Δημ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἐλάττωμα]], ατος, τό, [[ἐλαττόω]]<br />a [[disadvantage]], Dem. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:45, 9 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A inferiority, disadvantage, D.18.237, Phld.Rh.2.29S.; ἐ. ποιεῖν Plb.6.16.3. 2 loss, defeat, IPE 12.32B15 (pl., Olbia, iii B.C.), Plb.1.32.2, Onos.32.8 (pl.), etc. 3 defect, κατὰ τὴν ὄψιν D.H.5.23; περὶ τὴν λέξιν Id.Th.35; τὰ τῶν παιδικῶν ἐ. Chor.inRh.Mus.49.510; δωματικὰ ἐ. Hierocl.p.49A., cf. Phld.Ir.p.52 W., al., Iamb.Protr.20 (v. ἐλάσσωμα).
Greek (Liddell-Scott)
ἐλάττωμα: τό, μειονέκτημα, Δημ. 306. 12. 2) ἀπώλεια, ἧττα, Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Β. 15, Πολύβ. 1 32. 2. κτλ. 3) ἐλάττωμα, ὡς καὶ νῦν, κατὰ τὴν ὄψιν Διον. Ἁλ. 5. 23.
French (Bailly abrégé)
att. c. ἐλάσσωμα.
Greek Monolingual
το (AM ἐλάττωμα)
1. μειονέκτημα
2. μειονέκτημα, σωματική ατέλεια («σωματικό ελάττωμα», «ἐλάττωμα περὶ τὴν ὄψιν», «ἐλάττωμα περὶ τὴν λέξιν»)
3. μειονέκτημα, ψυχική ή ηθική κατωτερότητα («το ελάττωμα της κλεπτομανίας», «τὰ τῶν παιδικῶν ἐλαττώματα»)
μσν.
(για περιουσιακά στοιχεία) κατάχρηση
αρχ.
απώλεια, ήττα.
Greek Monotonic
ἐλάττωμα: -ατος, τό (ἐλαττόω), μειονέκτημα, ελάττωμα, αδυναμία, σε Δημ.
Middle Liddell
ἐλάττωμα, ατος, τό, ἐλαττόω
a disadvantage, Dem.