ἐνδαίω: Difference between revisions

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
(2)
(1ab)
Line 33: Line 33:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐνδαίω:''' досл. зажигать, воспламенять, перен. возбуждать (πόθον τινί Pind.).
|elrutext='''ἐνδαίω:''' досл. зажигать, воспламенять, перен. возбуждать (πόθον τινί Pind.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=1<br />to [[kindle]] in: Mid. to [[burn]] or [[glow]] in, Od. <br />2<br />to [[distribute]].
}}
}}

Revision as of 21:55, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνδαίω Medium diacritics: ἐνδαίω Low diacritics: ενδαίω Capitals: ΕΝΔΑΙΩ
Transliteration A: endaíō Transliteration B: endaiō Transliteration C: endaio Beta Code: e)ndai/w

English (LSJ)

(A),

   A light or kindle in: metaph., ἐ. πόθον τινί Pi.P.4.184:— Med., burn or glow in, ἐν δέ οἱ ὄσσε δαίεται Od.6.131; βέλος δ' ἐνεδαίετο κούρῃ A.R.3.286.
ἐνδαίω (B),

   A distribute, in Pass., ἐνδεδασμέναι ἡλικίαι Pyth. ap. Iamb. VP31.201; cf. ἔνδασαι· μέρισον, Hsch.

German (Pape)

[Seite 831] (s. δαίω), darin entzünden; übertr., πόθον τινί, in Einem Sehnsucht entzünden, Pind. P. 4, 183. – Pass., bei Hom. in tmesi, ἐν δέ οἱ ὄσσε δαίεται Od. 6, 132; Ap. Rh. 3, 286 βέλος δ' ἐνεδαίετο κούρῃ νέρθεν ὑπὸ κραδίῃ φλογὶ εἴκελον, brannte sich ein. – S. ἐνδατέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδαίω: ἀνάπτω ἐντός, μεταφ., ἐνδ. πόθον τινὶ Πινδ. Π. 4, 328: μέσ., καίομαι, φλέγομαι, ἢ λάμπω ἐντός, ἐν δέ οἱ ὄσσε δαίεται, «τουτέστι: πυρόεν βλέπει» (Εὐστ.), Ὀδ. Ζ. 132· βέλος δ’ ἐνεδαίετο κούρῃ... φλογὶ εἴκελον Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 286.

French (Bailly abrégé)

1distribuer.
Étymologie: ἐν, δαίω¹.
2allumer dans.
Étymologie: ἐν, δαίω².

English (Slater)

ἐνδαίω met.,
   1 kindle (in someone) τὸν δὲ παμπειθῆ γλυκὺν ἡμιθέοισιν πόθο̄ν ἔνδαιεν Ἥρα ναὸς Ἀργοῦς (ἐνέδαιεν Turyn: ἔδαιεν v. l.) (P. 4.184)

Spanish (DGE)

1 encender, prender fig. ἡμιθέοισιν πόθον ἔνδαιεν Ἥρα Pi.P.4.184.
2 intr. en v. med. encenderse, prender fig., ref. al amor βέλος δ' ἐνεδαίετο κούρῃ A.R.3.286.

Greek Monolingual

(I)
ἐνδαίω (Α)
1. ανάβω μέσα σε κάποιον («γλυκὺν ἡμιθέοισιν πόθον ἔνδαιεν Ἥρα» — η Ήρα άναβε γλυκό πόθο μέσα στην ψυχή τών ημιθέων)
2. φρ. α) «ἐν δέ οἱ ὄσσε δαίεται» — τα μάτια του έκαιγαν, έβγαζαν σπίθες
β) «βέλος δ' ἐνεδαίετο κούρῃ φλογὶ εἴκελον» — το βέλος του έρωτα καιγόταν μέσα στην καρδιά της κόρης όμοιο με φλόγα.———————— (II)
ἐνδαίω (Α)
διανέμω, διαμοιράζω.

Greek Monotonic

ἐνδαίω: ανάβω μέσα — Μέσ., καίγομαι ή λάμπω από μέσα, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνδαίω: досл. зажигать, воспламенять, перен. возбуждать (πόθον τινί Pind.).

Middle Liddell

1
to kindle in: Mid. to burn or glow in, Od.
2
to distribute.