ἐπίκρανον: Difference between revisions

From LSJ

μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them

Source
m (Text replacement - "''' τό<b class="num">1)" to "''' τό<br /><b class="num">1)")
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπίκρᾱνον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> головной убор, головная повязка Eur.;<br /><b class="num">2)</b> архит. капитель (sc. τοῦ στύλου Eur.).
|elrutext='''ἐπίκρᾱνον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> головной убор, головная повязка Eur.;<br /><b class="num">2)</b> архит. капитель (sc. τοῦ στύλου Eur.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐπί-κρᾱνον, ου, τό, [[κράς]]<br /><b class="num">I.</b> that [[which]] is put on the [[head]], a [[head]]-[[dress]], cap, Eur.<br /><b class="num">II.</b> the [[capital]] of a [[column]], Eur.
}}
}}

Revision as of 22:15, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίκρᾱνον Medium diacritics: ἐπίκρανον Low diacritics: επίκρανον Capitals: ΕΠΙΚΡΑΝΟΝ
Transliteration A: epíkranon Transliteration B: epikranon Transliteration C: epikranon Beta Code: e)pi/kranon

English (LSJ)

τό,

   A that which is put on the head, head-dress, cap, E.Hipp.201 (anap.), Ph.2.309.    II. = κιονόκρανον, capital, Pi.Fr.88.5, E.IT51, IG12.313.89, 22.1668.44, etc.

German (Pape)

[Seite 953] τό, alles auf dem Kopfe Befindliche, Kopfputz; βαρύ μοι κεφαλῆς ἐπίκρανον ἔχειν Eur. Hipp. 201, Schol. κεφαλόδεσμος; Kopfbedeckung, καὶ σκέπασμα Strab. XI, 504; der Helm, Poll. 7, 70. – In der Baukunst, der Säulenkopf, Pind. frg. 58; Eur. I. T. 51.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίκρᾱνον: τό, τὸ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τιθέμενον, κάλυμμα κεφαλῆς, κεφαλόδεσμος, βαρύ μοι κεφαλᾶς ἐπίκρανον ἔχειν˙ ἄφελ’ ἀμπέτασον βόστρυχον ὤμοις Εὐρ. Ἱππ. 201˙ πλημμελὴς γραφὴ ἀντὶ περίκρανα ἐν Στράβ. 504, ἔνθα ὁ Κοραῆς σημειοῦται: «γράφε περίκρανα καθὰ φέρουσι τἀντίγραφα, καὶ οὐκ ἐπίκρανα, ὃ πλανηθεὶς ὁ Γερμανὸς ἐκδότης, ὡς ἐν ἀντιγράφοις φερόμενον ἀπεδέξατο». ΙΙ. = κιονόκρανον, ἂν δ’ ἐπικράνοις σχέθον πέτραν ἀδαμαντοπέδιλοι κίονες Πινδ. Ἀποσπ. 58. 7, Εὐρ. Ι. Τ. 51˙ ἐπίκρανον, ὅπερ ἐστὶ κεφαλὴ κίονος Εὐστ. Ἰλ. 701, 1, Ἡσύχ., Πολύδ. Β΄, 42˙ μεταφ. ἐπὶ τῶν προθέσεων, τάς γε μὴν προθέσεις ἔστιν ἐπικράνοις καὶ βάσεσι καὶ ὑποθέμασιν, ὡς οὐ λόγους, ἀλλὰ περὶ τοὺς λόγους μᾶλλον οὔσας, ὁμοιοῦν Πλούτ. 2. 1011D.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 bandelette ou coiffure;
2 chapiteau.
Étymologie: ἐπί, κρανίον.

English (Slater)

ἐπῐκρᾱνον
   1 capital (of a pillar) ἐπικράνοισι γὰρ ἂν κιόνων (ταῖς τῶν στύλων κορυφαῖς. Σ.) fr. 6b. d. ἂν δ' ἐπικράνοις σχέθον πέτραν ἀδαμαντοπέδιλοι κίονες fr. 33d. 7.

Greek Monotonic

ἐπίκρᾱνον: τό (κράς),
I. αυτό που τοποθετείται πάνω στο κεφάλι, κεφαλόδεσμος, καπέλο, σε Ευρ.
II. κιονόκρανο, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίκρᾱνον: τό
1) головной убор, головная повязка Eur.;
2) архит. капитель (sc. τοῦ στύλου Eur.).

Middle Liddell

ἐπί-κρᾱνον, ου, τό, κράς
I. that which is put on the head, a head-dress, cap, Eur.
II. the capital of a column, Eur.