ἐσσύμενος: Difference between revisions
ἐκτὸς τῆς ἡμετέρας ἐπόψεως → beyond our range of vision
(2) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐσσύμενος:''' (ῠ) [part. pf. pass. к [[σεύω]] стремительный, торопливый (τινὰ ἐσσύμενον κατερύκειν Hom.): ἐ. πολέμου или ἐ. πολεμίζειν Hom. рвущийся в бой; ἐ. ὁδοῖο Hom. стремящийся в путь; ἐ. ἀλύξαι Hom. пытающийся ускользнуть. | |elrutext='''ἐσσύμενος:''' (ῠ) [part. pf. pass. к [[σεύω]] стремительный, торопливый (τινὰ ἐσσύμενον κατερύκειν Hom.): ἐ. πολέμου или ἐ. πολεμίζειν Hom. рвущийся в бой; ἐ. ὁδοῖο Hom. стремящийся в путь; ἐ. ἀλύξαι Hom. пытающийся ускользнуть. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἐσσύμενος]], η, ον [[part]]. perf. [[pass]]. of [[σεύω]],]<br /><b class="num">I.</b> hurrying, [[vehement]], [[eager]], [[impetuous]], Il.:— [[eager]], [[yearning]] for a [[thing]], c. gen., Hom.; also c. inf., Hom.<br /><b class="num">II.</b> adv. ἐσσῠμένως, [[hurriedly]], [[furiously]], Hom. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:35, 9 January 2019
English (LSJ)
[ῠ], η, ον, Ep. and Lyr. part. Pass. of σεύω (in sense and accent pres., but redupl. as if pf.),
A hurrying, eager, impetuous, Il.6.518, Pi.P.4.135 ; eager, yearning for, c. gen., πολέμου, ὁδοῖο, Il.24.404, Od.4.733: also c. inf., πολεμίζειν, ἀλύξαι, Il.11.717, Od.4.416, cf. 15.73 ; ἐλαύνειν Pi.Fr.107.5. II Adv. ἐσσῠμένως furiously, eagerly, ἐμάχοντο, δόρπον ἕλοντο, Il.15.698, Od.14.347, cf.Pi.Fr.166,APl.4.43.
German (Pape)
[Seite 1043] partic. von σεύω, w. m. s. – Adv. ἐσσυμένως, eilig, in Hast, ἐμάχοντο Il. 15, 698, ἀποβάντες Od. 14, 346; Pind. frg. 147 u. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἐσσύμενος: -η, -ον, μετοχὴ παθητικοῦ πρκμ. τοῦ σεύω (μετὰ τονισμοῦ καὶ σημασίας ἐνεστῶτος), σπεύδων, ὁρμητικός, πρόθυμος, παρ’ Ἐπικ. καὶ Λυρ. ποιηταῖς, ὡς ἐν Ἰλ. Ζ. 518, Πινδ. Π. 4. 239· πρόθυμος, ἐπιθυμῶν τι, μετὰ γεν., πολέμου ὁδοῖο Ἰλ. Ω. 404, Ὀδ. Δ. 733· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., πολεμίζειν, ἀλύξαι Ἰλ. Λ. 717, Ὀδ. Δ. 416, πρβλ. Ο. 73, Πινδ. Ἀποσπ. 74. 4. ΙΙ. Ἐπίρρ. ἐσσῠμένως, ἐν σπουδῇ, ὁρμητικῶς, μάχεσθαι, ἀποβῆναι Ἰλ. Ο. 698, Ὀδ. Ξ. 317, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 147.
French (Bailly abrégé)
qui s’élance, véhément, impétueux : τινος ardent pour qch ; avec l’inf. pour faire qch.
Étymologie: part. pf. Pass. de σεύω.
English (Autenrieth)
see σεύω.
Greek Monolingual
ἐσσύμενος, -ένη, -ον (Α) (μτχ. παθ. παρακμ. με σημ. και τονισμό ενεστ. του σεύω)
1. ορμητικός, πρόθυμος
2. αυτός που επιθυμεί κάτι («ἐσσυμένους πολέμου», Ομ. Ιλ.).
επίρρ...
ἐσσυμένως
ορμητικά («ἐσσυμένως ἐμάχοντο», Ομ. Οδ.).
Greek Monotonic
ἐσσύμενος: -η, -ον, μτχ. Παθ. παρακ. του σεύω·
I. βιαστικός, βίαιος, σφοδρός, ανυπόμονος, πρόθυμος, ορμητικός, σε Ομήρ. Ιλ.· πρόθυμος, αυτός που επιθυμεί κάτι διακαώς, με γεν., σε Όμηρ.· επίσης με απαρ., στον ίδ.
II. επίρρ., ἐσσῠμένως, βιαστικά, ασυγκράτητα, αχαλίνωτα, ορμητικά, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐσσύμενος: (ῠ) [part. pf. pass. к σεύω стремительный, торопливый (τινὰ ἐσσύμενον κατερύκειν Hom.): ἐ. πολέμου или ἐ. πολεμίζειν Hom. рвущийся в бой; ἐ. ὁδοῖο Hom. стремящийся в путь; ἐ. ἀλύξαι Hom. пытающийся ускользнуть.
Middle Liddell
ἐσσύμενος, η, ον part. perf. pass. of σεύω,]
I. hurrying, vehement, eager, impetuous, Il.:— eager, yearning for a thing, c. gen., Hom.; also c. inf., Hom.
II. adv. ἐσσῠμένως, hurriedly, furiously, Hom.