εὐφραδής: Difference between revisions

From LSJ

Ἦθος πονηρὸν φεῦγε καὶ κέρδος κακόν → Iniusta fuge compendia et mores malos → Charakterlosigkeit und Unrechtsvorteil flieh

Menander, Monostichoi, 204
(4)
(1ab)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐφρᾰδής:''' -ές ([[φράζω]]), καλοειπωμένος· επίρρ., [[εὐφραδέως]] ἀγορεύειν, [[μιλώ]] με [[ευγλωττία]], με [[ευφράδεια]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''εὐφρᾰδής:''' -ές ([[φράζω]]), καλοειπωμένος· επίρρ., [[εὐφραδέως]] ἀγορεύειν, [[μιλώ]] με [[ευγλωττία]], με [[ευφράδεια]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐ-φρᾰδής, ές [[φράζω]]<br />well-expressed: adv., [[εὐφραδέως]] ἀγορεύειν to [[speak]] in set terms, eloquently, Od.
}}
}}

Revision as of 22:55, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐφραδής Medium diacritics: εὐφραδής Low diacritics: ευφραδής Capitals: ΕΥΦΡΑΔΗΣ
Transliteration A: euphradḗs Transliteration B: euphradēs Transliteration C: effradis Beta Code: eu)fradh/s

English (LSJ)

ές, (φράζω)

   A expressing oneself correctly or accurately, Simp. in Ph.968.30, Suid. Ep.Adv. -έως eloquently, πεπνυμένα πάντ' ἀγορεύειν Od.19.352.    2 Pass., well-expressed, λόγος Lyd.Mens.4.64, cf. Sch.Il.14.382 (Comp.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

εὐφρᾰδής: -ές, (φράζω) «σαφής» Σουΐδ, 2) Παθ., καλῶς, ὀρθῶς ἐκπεφρασμένος, Σχολ. εἰς Ἰλ. Ξ. 382, κτλ.· ὁ Ὅμηρ. ἔχει μόνον τὸ Ἐπίρρ. ἐν Ὀδ. Τ. 352 εὐφραδέως, εὐφραδῶς, εὐγλώτως, μάλ’ εὐφραδέως πενυμένα πάντ’ ἀγορεύεις.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui parle bien, avec élégance ou justesse.
Étymologie: εὖ, φράζομαι.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐφραδής, -ές)
αυτός που έχει ευχερή έκφραση, ο εύγλωττος
μσν.-αρχ.
1. αυτός που εκφράζεται σωστά ή με σαφήνεια
2. ο εκφρασμένος καλά.
επίρρ...
ευφραδώς (Α εὐφραδέως)
με ευγλωττία, με ευφράδεια
αρχ.
1. καθαρά, με σαφήνεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -φραδής (< φράζω < φράδ- «μιλώ, λέγω»), πρβλ. θεο-φραδής, κακο-φραδής.

Greek Monotonic

εὐφρᾰδής: -ές (φράζω), καλοειπωμένος· επίρρ., εὐφραδέως ἀγορεύειν, μιλώ με ευγλωττία, με ευφράδεια, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

εὐ-φρᾰδής, ές φράζω
well-expressed: adv., εὐφραδέως ἀγορεύειν to speak in set terms, eloquently, Od.