θήρειος: Difference between revisions

From LSJ

κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομαhave the name of virtue always on one's tongue

Source
(2b)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''θήρειος:''' и 3 звериный ([[φύσις]] Plat.; [[βία]] Soph.; [[εἰκών]] Anth.): [[κρέα]] θήρεια Xen. дичина; θήρειον [[δάκος]] Eur. дикое животное.
|elrutext='''θήρειος:''' и 3 звериный ([[φύσις]] Plat.; [[βία]] Soph.; [[εἰκών]] Anth.): [[κρέα]] θήρεια Xen. дичина; θήρειον [[δάκος]] Eur. дикое животное.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[θήρειος]], ον [θήρ]<br />of [[wild]] beasts, Lat. feri_nus, θήρειον γραφήν the figures of animals worked [[upon]] the [[cloak]], Aesch.; θ. [[δάκος]] = θήρ, Eur.; θ. βία, periphr. for ὁ θήρ, the centaur, Soph.; θ. [[κρέα]] [[game]], Xen.
}}
}}

Revision as of 23:25, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θήρειος Medium diacritics: θήρειος Low diacritics: θήρειος Capitals: ΘΗΡΕΙΟΣ
Transliteration A: thḗreios Transliteration B: thēreios Transliteration C: thireios Beta Code: qh/reios

English (LSJ)

ον, also α, ον v.l. in Pl.Phdr.248d, AP5.265 (Paul. Sil.): (θήρ):—

   A of wild beasts, δέρμα θ. λέοντος Panyas.1, cf. Hanno Peripl.9; μέλεα Emp.101; θήρειον γραφήν the figures of animals worked upon the cloak, A.Ch.232; θ. δάκος,= θήρ, E.Cyc.325; θ. βία, periphr. for ὁ θήρ, the centaur, S.Tr.1059; θ. κρέα game, X.Cyr. 1.3.6; so θήρεια, τά, Hp.Aff.52; θ. φύσις Pl. l.c.; θ. αὐλός (ἐκ νεβροῦ κώλων εἰργασμένος) Poll.4.75.    II θ. στόματα the entrance of the Circus, IG4.365 (Corinth).

German (Pape)

[Seite 1209] ον, fem. auch θηρεία, Plat. Phaedr. 248 d, als v. l., wie Paul. Sil. 26 (V, 266); thierisch, φύσις Tim. 42 c u. a. a. O.; von wilden Thieren, κρέα θήρεια, Wildpret, im Ggstz von ἥμερα, Xen. Cyr. 1, 3, 6; βία Soph. Tr. 1048, von den Kentauren; δάκος Eur. Cycl. 304; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θήρειος: -ον, ὡσαύτως α, ον, Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 248D, Ἀνθ. Π. 5. 266· (θήρ): - ἀνήκων εἰς ἄγρια ζῷα, Λατ. ferinus, δέρμα θήρειον λέοντος Πανύασ. 8· θήρειον γραφήν, εἰκόνας ζῴων ἐξεργασμένων ἐπὶ ὑφάσματος, Αἰσχύλ. Χο. 232· θ. κάδος = θήρ, Εὐρ. Κύκλ. 325· θ. βία, περιφρ. ἀντὶ ὁ θήρ, ὁ κένταυρος, Σοφ. Τρ. 1059· θ. κρέα, κυνήγιον, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 6· θ. φύσις Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· θ. αὐλὸς (ἐκ νεβροῦ κώλων εἰργασμένος) Πολυδ. Δ΄, 75. ΙΙ. ἴδε θήρα ΙΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ος ou α, ον :
de bête sauvage.
Étymologie: θήρ.

Greek Monolingual

θήρειος, -εία, -ον και -ος, -ον (Α) θηρ
1. αυτός που ανήκει σε άγρια ζώα («θήρεια μέλεα», Εμπ.)
2. φρ. α) «θήρειος γραφή» — εικόνες ζώων ζωγραφισμένες σε ύφασμα
β) «θήρειον δάκος» — άγριο θηρίο, Ευρ.
γ) «θήρειος βία» — ο Κένταυρος, Σοφ.
δ) «θήρεια κρέα» — κυνήγι, Ξεν.
ε) «θήρειος αυλός» — αυλός κατασκευασμένος από πόδι νεαρού ελαφιού, Πολυδ.
στ) «θήρεια στόματα» — η είσοδος του ιπποδρομίου.

Greek Monotonic

θήρειος: -ον, και -α, -ον (θήρ), λέγεται για τα άγρια ζώα, Λατ. ferῑnus· θήρειον γραφήν, εικόνες ζώων που είναι επεξεργασμένες πάνω σε ύφασμα, σε Αισχύλ.· θήρειος δάκος = θήρ, σε Ευρ.· θηρεία βία, περιφρ. αντί ὁ θήρ, ο κένταυρος, σε Σοφ.· θήρεια κρέα, κυνήγι, λεία, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

θήρειος: и 3 звериный (φύσις Plat.; βία Soph.; εἰκών Anth.): κρέα θήρεια Xen. дичина; θήρειον δάκος Eur. дикое животное.

Middle Liddell

θήρειος, ον [θήρ]
of wild beasts, Lat. feri_nus, θήρειον γραφήν the figures of animals worked upon the cloak, Aesch.; θ. δάκος = θήρ, Eur.; θ. βία, periphr. for ὁ θήρ, the centaur, Soph.; θ. κρέα game, Xen.