ἵππουρις: Difference between revisions
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
(2b) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἵππουρις:''' adj. f (только nom. и acc. sing. ἵππουριν) украшенный конским хвостом ([[κόρυς]], [[κυνέη]], [[τρυφάλεια]] Hom.). | |elrutext='''ἵππουρις:''' adj. f (только nom. и acc. sing. ἵππουριν) украшенный конским хвостом ([[κόρυς]], [[κυνέη]], [[τρυφάλεια]] Hom.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἵππ-ουρις, ιδος [[οὐρά]]<br />fem. adj. [[horse]]-tailed, [[decked]] with a [[horse]]-[[tail]], of helmets, Hom. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:35, 9 January 2019
English (LSJ)
ιδος, ἡ, (οὐρά) as fem. Adj.,
A horse-tailed, decked with a horse-tail, freq. in Hom. (esp. Il.), in nom. and acc. ἵππουρις, -ιν, κόρυς Il.6.495; τρυφάλεια 19.382; κυνέη Od. 22.124. II as Subst., horse-tail, Ael.NA16.21; Satyr's tail, Phryn.PSp.77B. 2 a water-plant, horse-tail, Equisetum silvaticum, Dsc.4.46, Ps.-Democr.inGp.2.6.27; also,= Equisetum maximum, Dsc.4.47. 3 a complaint in the groin, caused by constant riding, dub. in Hp.Epid.7.122.
German (Pape)
[Seite 1261] ιδος, ἡ, – 1) adj., mit einem Roßschweife, κυνέη Il. 3, 336, κόρυς 6, 495, τρυφάλεια 19, 382; nur nom. u. acc. ἵππουριν. – 2) subst., – a) der Roßschweif, Ael. H. A. 16, 21. – b) eine Wasserpflanze, mit Blättern od. Haaren wie ein Roßschweif, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἵππουρις: -ιδος, ἡ, (οὐρὰ) ὡς θηλ. ἐπίθ., κεκοσμημένος μὲ ἵππου οὐράν, συχνὸν παρ’ Ὁμ. (ἰδίως ἐν Ἰλ.) ὡς ἐπίθ. τῶν οὐσιαστικῶν: κόρυς, κυνέη, τρυφάλεια, ἀλλὰ μόνον κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτ. ἵππουρις, -ιν, Ὀδ. Χ. 124, Ἰλ. Γ. 337, Ζ. 495, Τ. 382, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἵππου οὐρά, Αἰλ. π. Ζ. 16. 21· Σατύρου οὐρά, Α. Β. 44, 22. 2) ἔνυδρόν τι φυτόν, equisetum, «φύεται ἐν τόποις ἐφύδροις... καυλία ἔχει κενά, ὑπέρυθρα, ὑποτραχέα, στερεά, γόνασι διειλημμένα ἐμπεφυκόσιν εἰς ἄλληλα, περὶ δὲ αὐτὰ σχοινώδη φύλλα πυκνά, λεπτά· αὔξεται δὲ εἰς ὕψος ἀναβαίνουσα ἐπὶ τὰ παρακείμενα στελέχη, καὶ κατακρημνᾶται περικεχυμένη κόμαις πολλαῖς μελαίναις, καθάπερ ἵππου οὐρὰ» Διοσκ. 4. 46. 3) πάθος τι τοῦ μέρους ἔνθα χωρίζονται τὰ σκέλη προξενούμενον ἐκ τῆς συνεχοῦς ἱππασίας, ἀμφίβολ. λέξ. ἐν Ἱππ. 1240C.
French (Bailly abrégé)
ιδος ou εως ; acc. ιν;
1 adj. f. garnie d’une queue de cheval;
2 ἡ ἵππουρις queue de cheval.
Étymologie: ἵππος, οὐρά.
English (Autenrieth)
ιος (οὐρά): with horsetail plume, epith. of the helmet. (Il. and Od. 22.124.)
Greek Monolingual
η (Α ἵππουρις, -ούριδος)
η ουρά του ίππου
νεοελλ.
1. ανατ. το σύνολο τών τελευταίων ιερών και κοκκυγικών ριζών, οι οποίες προχωρούν προς τα κάτω λοξά και παράλληλα προς το τελικό νημάτιο του νωτιαίου μυελού και το καλύπτουν, όπως σκεπάζουν οι τρίχες την ουρά του αλόγου
2. θύσανος από τρίχες ουράς ίππου για διακόσμηση περικεφαλαίας
αρχ.
1. ως επίθ. αυτός που έχει θύσανο από ουρά ίππου, ο διακοσμημένος με ουρά ίππου («κόρυθ'... ἵππουριν», Ομ. Ιλ.)
2. ουρά σατύρου
3. πάθηση του μέρους όπου χωρίζονται τα σκέλη, η οποία προέρχεται από συνεχή ιππασία
4. είδος υδρόβιου φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + οὐρά, κατά τα θηλ. σε -ις (πρβλ. άμπωτις, κίθαρις, πάρδαλις)].
Greek Monotonic
ἵππουρις: -ιδος (οὐρά), ἡ, θηλ. επίθ., αυτός που είναι διακοσμημένος με αλογίσια ουρά, στολισμένος με αλογοουρά, λέγεται για τις περικεφαλαίες, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἵππουρις: adj. f (только nom. и acc. sing. ἵππουριν) украшенный конским хвостом (κόρυς, κυνέη, τρυφάλεια Hom.).
Middle Liddell
ἵππ-ουρις, ιδος οὐρά
fem. adj. horse-tailed, decked with a horse-tail, of helmets, Hom.