καλλιζυγής: Difference between revisions
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
(nl) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=καλλιζυγής -ές [καλός, ζυγόν] met een mooi juk (van een wagen). | |elnltext=καλλιζυγής -ές [καλός, ζυγόν] met een mooi juk (van een wagen). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[καλλι]]-ζῠγής, ές [[ζυγόν]]<br />[[beautifully]] [[yoked]], Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:40, 9 January 2019
English (LSJ)
ές,
A beautifully yoked, ἅρμα E.Andr.278 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1309] ές, schön bespannt, ἅρμα Eur. Andr. 277.
Greek (Liddell-Scott)
καλλιζῠγής: -ές, καλῶς ἐζευγμένος, Εὐρ. Ἀνδρ. 278.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
au bel attelage.
Étymologie: καλός, ζυγός.
Greek Monolingual
καλλιζυγής, -ές (Α)
αυτός που ζεύχθηκε καλά («ἅρμα δαιμόνων... τὸ καλλιζυγές», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -ζυγής (< θ. ζυγ- του ζεύγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β' ἐ-ζύγ-ην), πρβλ. ισο-ζυγής, ομο-ζυγής].
Greek Monotonic
καλλιζῠγής: -ές (ζυγόν), καλά ζευγμένος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰλλῐζῠγής: красиво запряженный (ἅρμα Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλλιζυγής -ές [καλός, ζυγόν] met een mooi juk (van een wagen).
Middle Liddell
καλλι-ζῠγής, ές ζυγόν
beautifully yoked, Eur.