προσεπισφραγίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''προσεπισφρᾱγίζομαι:''' досл. еще скреплять печатью, перен. удостоверять (τι Dem., Sext.).
|elrutext='''προσεπισφρᾱγίζομαι:''' досл. еще скреплять печатью, перен. удостоверять (τι Dem., Sext.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Dep. to set one's [[seal]] to a [[thing]] [[besides]], to [[testify]] [[besides]], πρ. τι [[εἶναι]] Dem.
}}
}}

Revision as of 00:25, 10 January 2019

English (LSJ)

   A set one's seal to a thing besides, testify besides, τι εἶναι D.Ep.4.3; τι S.E.M.9.192, Aristid.Or.36(48).106.

German (Pape)

[Seite 761] noch dazu mit seinem Siegel bestätigen, übh. noch dazu bestätigen; προσεπισφραγιζόμενοι τὴν ἀγαθὴν τύχην ἐν τῇ πόλει εἶναι, Dem. ep. 4; S. Emp. adv. phys. 1, 192.

Greek (Liddell-Scott)

προσεπισφρᾱγίζομαι: ἀποθ., ἐπισφραγίζω, ἐπιμαρτυρῶ προσέτι, τι εἶναι Δημ. 1487. 3, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 194, Ἀριστείδ. 2. 301.

French (Bailly abrégé)

ratifier de son sceau ; ratifier en gén.
Étymologie: πρός, ἐπισφραγίζω.

Greek Monolingual

Α ἐπισφραγίζω
βεβαιώνω επίσης με τη σφραγίδα μου, επιβεβαιώνω κάτι επί πλέον.

Greek Monotonic

προσεπισφρᾱγίζομαι: αποθ., βάζω επιπλέον τη σφραγίδα κάποιου σ' ένα πράγμα, μαρτυρώ επιπλέον, προεπισφραγίζομαί τι εἶναι, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

προσεπισφρᾱγίζομαι: досл. еще скреплять печатью, перен. удостоверять (τι Dem., Sext.).

Middle Liddell


Dep. to set one's seal to a thing besides, to testify besides, πρ. τι εἶναι Dem.