ὑπεροράω: Difference between revisions

From LSJ

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source
(4b)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑπεροράω:''' ион. ὑπερορέω (impf. ὑπερεώρων, fut. [[ὑπερόψομαι]], aor. 2 [[ὑπερεῖδον]], pf. ὑπερεόρακα; aor. pass. ὑπερώφθην)<br /><b class="num">1)</b> глядеть сверху (ὑ. τὴν θάλασσαν Her.);<br /><b class="num">2)</b> пренебрегать, оставлять без внимания (τινα Lys. и τι Aeschin.);<br /><b class="num">3)</b> презрительно относиться, презирать (τινα Her. и τι Thuc., Lys., Xen., Plat., реже τινος Xen., Plat., Arst., Luc.): ὁ [[Νικίας]] ὑπερώφθη Thuc. Никий навлек на себя презрение.
|elrutext='''ὑπεροράω:''' ион. ὑπερορέω (impf. ὑπερεώρων, fut. [[ὑπερόψομαι]], aor. 2 [[ὑπερεῖδον]], pf. ὑπερεόρακα; aor. pass. ὑπερώφθην)<br /><b class="num">1)</b> глядеть сверху (ὑ. τὴν θάλασσαν Her.);<br /><b class="num">2)</b> пренебрегать, оставлять без внимания (τινα Lys. и τι Aeschin.);<br /><b class="num">3)</b> презрительно относиться, презирать (τινα Her. и τι Thuc., Lys., Xen., Plat., реже τινος Xen., Plat., Arst., Luc.): ὁ [[Νικίας]] ὑπερώφθη Thuc. Никий навлек на себя презрение.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ionic -έω fut. -όψομαι aor2 -εῖδον inf. -ῐδεῖν aor1 [[pass]]. ὑπερώφθην<br /><b class="num">I.</b> to [[look]] [[over]], [[look]] [[down]] [[upon]], c. acc., Hdt.<br /><b class="num">II.</b> to [[overlook]], [[slight]], [[despise]], Hdt., Thuc., etc.:—also c. gen. to [[shew]] [[contempt]] for, Xen.
}}
}}

Revision as of 02:10, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεροράω Medium diacritics: ὑπεροράω Low diacritics: υπεροράω Capitals: ΥΠΕΡΟΡΑΩ
Transliteration A: hyperoráō Transliteration B: hyperoraō Transliteration C: yperorao Beta Code: u(perora/w

English (LSJ)

fut. -όψομαι: aor. ὑπερεῖδον, inf. -ῐδεῖν: aor. Pass. ὑπερώφθην:—

   A look over, look down upon, c. acc., τὴν θάλασσαν ὑπερορῶντα Hdt.7.36.    II overlook, take no notice of, τοὺς πονηροὺς ὑπερορᾷ Lys.2.77; τὴν ὕβριν ὑπερεώρακε Aeschin.1.116; οὐκ ὀλίγα τῶν προσόδων ὑ. remit, OGI56.16 (Canopus, iii B.C.); δι' ὄνειρον . . ὑπεριδεῖν τὸ συμφέρον Sor.1.4: c. part., οὐχ ὑπεροψόμενοί τινας ἀφαιρεθέντας D.H.5.52.    2 despise, disdain, ὑπεριδὼν Ἴωνας Hdt.5.69, cf. Phld.Vit.p.27 J.; λόγους ὑπεριδεῖν Th.4.62; σφῶν τὸ πλῆθος ὑπεριδών Id.5.6, cf. 6.11; ὑπερείδετε τὴν ἐμὴν ὁμιλίαν Lys.8.7; πλὴν ἀρετῆς πάντα ὑ. Pl.Criti.120e; πάντα τἀνθρώπινα ὑπερεώρα πρὸς τὴν παρὰ τῶν θεῶν ξυμβουλίαν X.Mem.1.3.4:—Pass., ἡ Λακεδαίμων κακῶς ἤκουσε καὶ ὑπερώφθη Th.5.28, cf. 7.42; ὑπ' ἐκείνων ὑπερορᾶσθαι Pl.Phdr.232d.    b less freq. c. gen., ὑπερορῶ τῆς ἀπολογίας Antipho 3.3.4; ὑμῶν D.19.338; τῶν νόμων X.Mem.1.2.9; πενίας Gorg.Pal.32; τῶν μὲν ζῴων φροντίσαι, τῶν δ' οὕτω τιμίων (sc. τῶν ἄστρων) ὑ. Arist.Cael.290a32; ὑπερεῖδε τῶν ἀνθρωπείων ἀγαθῶν Luc.Demon.3, cf. Gal.6.108,312.

German (Pape)

[Seite 1199] (s. ὁράω), übersehen, – a) darüber hinsehen, von oben herabsehen, τὴν θάλασσαν Her. 7, 36. – b) gering achten, verachten, τινός, Antipho 3 γ 4, wie Luc. Demon. 3; gew. τί, Her. 5, 69, wie ὑπερόψεται τὸν ὅρκον Aesch. 1, 69; τοὺς λόγους Thuc. 4, 62; Xen. Conv. 8, 3; ἅπαντα τὰ πράγματα Dem. 24, 9; pass., ἡ Λακεδαίμων κακῶς ἤκουσε καὶ ὑπερώφθη διὰ τὰς συμφοράς Thuc. 5, 28; καὶ ἀτιμάζειν, Plat. Rep. II, 364 a; ὅτι λίαν τῶν πολλῶν ἡμῶν ὑπεριδόντες ὠλιγώρησαν, Soph. 243 a; ἡγούμενοι ὑπ' ἐκείνων ὑπερορᾶσθαι Phaedr. 232 d; καὶ καταφρονεῖν, Plut. Nic. 10. – c) darüber wegsehen, geschehen lassen, c. partic., Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεροράω: Ἰων. -ορέω· μέλλ. -όψομαι· ἀόρ. ὑπερεῖδον, ἀπαρ. ῐδεῖν· παθ. ἀόρ. ὑπερώφθην. Βλέπω ἄνωθεν ἐξ ὑψηλοτέρου σημείου πρὸς τὰ κάτω, μετ’ αἰτιατ., τὴν θάλασσαν ὑπερορέοντα Ἡρόδ. 7. 36. ΙΙ. παραβλέπω, ἀψηφῶ, τοὺς πονηροὺς ὑπερορᾷ Λυσί. 198. 1· τὴν ὕβριν ὑπερεόρακε Αἰσχίν. 16. 25· μετὰ μετοχ., οὐχ ὑπεροψόμενοί τινας ἀφαιρεθέντας Διον. Ἁλ. 5. 52. 2) περιφρονῶ, καταφρονῶ, δεικνύω περιφρόνησιν, ὑπεριδὼν Ἴωνας Ἡρόδ. 5. 69· λόγους ὑπεριδεῖν Θουκ. 4. 62· σφῶν τὸ πλῆθος ὑπεριδὼν ὁ αὐτ. 5. 6, πρβλ. 6. 11· ὑπερείδετε τὴν ἐμὴν ὁμιλίαν Λυσί. 112. 40 πλὴν ἀρετῆς πάντα ὑπ. Πλάτ. Κριτί. 120Ε· τἀνθρώπινα ὑπερεώρα πρὸς τὴν παρὰ θεῶν ξυμβουλίαν Ξενοφ. Ἀπομν. 1. 3. 4. - Παθ., ἡ Λακεδαίμων κακῶς ἤκουσε καὶ ὑπερώφθη Θουκ. 5. 28, πρβλ. 7 42· ὑπ’ ἐκείνων ὑπερορᾶσθαι Πλ. Φαῖδρ. 232D. β) σπανιώτερον μετὰ γεν., ὑπερορῶ τῆς ἀπολογίας Ἀντιφῶν 122. 43· τῶν νόμων Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 9· πενίας Γοργ. Ρήτ. 191. 9· τῶν μὲν ζῴων φροντίσαι, τῶν δὲ οὕτω τιμίων (δηλ. τῶν ἄστρων) ὑπ. Ἀριστ. περὶ Οὐρ. 2. 8, 12· ὑπερεῖδε τῶν ἀνθρωπίνων ἀγαθῶν ἁπάντων Λουκ. Δημώνακτ. βίος 3.

French (Bailly abrégé)

impf. ὑπερεώρων, f. ὑπερόψομαι, ao.2 ὑπερεῖδον, pf. ὑπερεόρακα;
Pass. ao. ὑπερώφθην;
1 regarder par-dessus, voir d’en haut, acc.;
2 regarder de haut, avec fierté ou dédain, mépriser, dédaigner, acc..
Étymologie: ὑπέρ, ὁράω.

Greek Monotonic

ὑπεροράω: Ιων. -έω, μέλ. -όψομαι, αόρ. βʹ -εῖδον, απαρ. -ῐδεῖν, Παθ. αόρ. αʹ ὑπερώφθην·
I. βλέπω από ψηλά, κοιτώ από ψηλά προς τα κάτω, με αιτ., σε Ηρόδ.
II. παραβλέπω, αψηφώ, περιφρονώ, στον ίδ., Θουκ. κ.λπ.· επίσης με γεν., δείχνω περιφρόνηση για, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεροράω: ион. ὑπερορέω (impf. ὑπερεώρων, fut. ὑπερόψομαι, aor. 2 ὑπερεῖδον, pf. ὑπερεόρακα; aor. pass. ὑπερώφθην)
1) глядеть сверху (ὑ. τὴν θάλασσαν Her.);
2) пренебрегать, оставлять без внимания (τινα Lys. и τι Aeschin.);
3) презрительно относиться, презирать (τινα Her. и τι Thuc., Lys., Xen., Plat., реже τινος Xen., Plat., Arst., Luc.): ὁ Νικίας ὑπερώφθη Thuc. Никий навлек на себя презрение.

Middle Liddell

ionic -έω fut. -όψομαι aor2 -εῖδον inf. -ῐδεῖν aor1 pass. ὑπερώφθην
I. to look over, look down upon, c. acc., Hdt.
II. to overlook, slight, despise, Hdt., Thuc., etc.:—also c. gen. to shew contempt for, Xen.