ὑπομέμφομαι: Difference between revisions
From LSJ
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑπομέμφομαι:''' немного или втайне порицать (μαλασσόμενος καὶ ὑπομεμφόμενος Plut.). | |elrutext='''ὑπομέμφομαι:''' немного или втайне порицать (μαλασσόμενος καὶ ὑπομεμφόμενος Plut.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />Dep. to [[blame]] a [[little]] or [[secretly]], Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:15, 10 January 2019
English (LSJ)
A blame a little or secretly, Plu.Cat.Mi.15, Nonn.D.15.289, etc.
German (Pape)
[Seite 1225] ein wenig, versteckt tadeln, Plut. Cat. min. 15.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπομέμφομαι: ἀποθ., μέμφομαι ὀλίγον ἢ κρυφίως, ψέγω, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 15, Νόνν., κλπ.
French (Bailly abrégé)
blâmer un peu.
Étymologie: ὑπό, μέμφομαι.
Greek Monolingual
ΜΑ μέμφομαι
κατηγορώ κάπως ή κατηγορώ κρυφά.
Greek Monotonic
ὑπομέμφομαι: αποθ., κατηγορώ λιγάκι ή κρυφά, μυστικά, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπομέμφομαι: немного или втайне порицать (μαλασσόμενος καὶ ὑπομεμφόμενος Plut.).