φυγοδέμνιος: Difference between revisions
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φῠγοδέμνιος:''' бегущий от брачного ложа, убегающий от брачных уз (Διὸς [[κούρα]], т. е. [[Παλλάς]] Anth.). | |elrutext='''φῠγοδέμνιος:''' бегущий от брачного ложа, убегающий от брачных уз (Διὸς [[κούρα]], т. е. [[Παλλάς]] Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=φῠγο-δέμνιος, ον,<br />shunning the [[marriage]]-bed, Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:30, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A shunning the marriage-bed, of Pallas, AP6.10 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 1312] das Bett, bes. das Ehebett, die Che fliehend, ehescheu; φ. κούρα heißt Pallas bei Antp. Sid. 12 (VI, 10).
Greek (Liddell-Scott)
φυγοδέμνιος: -ον, ὁ ἀποφεύγων συζυγικὴν κλίνην, ἐπὶ τῆς Παλλάδος, Ἀνθ. Παλατ. 6. 10· ― ὡσαύτως φυγόδεμνος, ον, Νόνν. Διονυσ. 2. 98, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fuit le mariage.
Étymologie: φεύγω, δέμνιον.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για την Παλλάδα) αυτός που αποφεύγει την συζυγική κλίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο- (< θ. φυγ- του αορ. β' ἔ-φυγ-ον του ρ. φεύγω) + -δέμνιος (< δέμνιον «στρώμα, κρεβάτι»), πρβλ. φιλο-δέμνιος].
Greek Monotonic
φῠγοδέμνιος: -ον, αυτός που αποφεύγει τη συζυγική κλίνη, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
φῠγοδέμνιος: бегущий от брачного ложа, убегающий от брачных уз (Διὸς κούρα, т. е. Παλλάς Anth.).
Middle Liddell
φῠγο-δέμνιος, ον,
shunning the marriage-bed, Anth.