χαλεπότης: Difference between revisions

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''χᾰλεπότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> трудность, недоступность (τῶν [[χωρίων]] Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> трудность, затруднительность (sc. τοῦ ὁρισμοῦ Arst.);<br /><b class="num">3)</b> суровость, жестокость (τῶν πολιτειῶν Isocr.; τῶν νόμων Arst.);<br /><b class="num">4)</b> угрюмость, мрачность, тяжелый нрав Xen., Plat.: [[μετὰ]] θορύβου καὶ χαλεπότητος ἀκροᾶσθαί τινος Isocr. слушать кого-л. с шумным неодобрением.
|elrutext='''χᾰλεπότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> трудность, недоступность (τῶν [[χωρίων]] Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> трудность, затруднительность (sc. τοῦ ὁρισμοῦ Arst.);<br /><b class="num">3)</b> суровость, жестокость (τῶν πολιτειῶν Isocr.; τῶν νόμων Arst.);<br /><b class="num">4)</b> угрюмость, мрачность, тяжелый нрав Xen., Plat.: [[μετὰ]] θορύβου καὶ χαλεπότητος ἀκροᾶσθαί τινος Isocr. слушать кого-л. с шумным неодобрением.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χᾰλεπότης, ητος, ἡ, [[χαλεπός]]<br /><b class="num">I.</b> [[difficulty]], [[ruggedness]], Thuc.<br /><b class="num">II.</b> of persons, [[difficulty]], [[harshness]], [[rigour]], [[severity]], Thuc., etc.<br /><b class="num">2.</b> ill-[[temper]], [[vice]], of a [[horse]], Xen.
}}
}}

Revision as of 02:35, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλεπότης Medium diacritics: χαλεπότης Low diacritics: χαλεπότης Capitals: ΧΑΛΕΠΟΤΗΣ
Transliteration A: chalepótēs Transliteration B: chalepotēs Transliteration C: chalepotis Beta Code: xalepo/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A difficulty, ruggedness, τῶν χωρίων Th.4.12,33: metaph. in pl., μεγάλας ἔχουσιν αἱ σύντομοι [ὁδοὶ] χαλεπότητας Jul.Or.7.225c.    2 generally, difficulty, of understanding, Arist.APo.93b34.    II mostly of persons, harshness, severity, opp. ῥᾳστώνη, Pl.Criti.107c, Lg.902c; ἡ τοῦ σοφιστοῦ χ. Id.Sph.254a; τρόπων χ. Id.Lg.929d; τῶν πολιτειῶν Isoc.4.142; abs., Th.1.84, Isoc.2.24, etc.; of the Lacedaemonians, Id.12.90; μετὰ χαλεπότητος ἀκροᾶσθαι Id.15.20; of the laws of Draco, Arist.Pol. 1274b17: pl., opp. πραότητες, Isoc.5.116.    2 ill-temper, vice, of a horse, X.Eq.3.10.

German (Pape)

[Seite 1328] ητος, ἡ, Schwierigkeit, Beschwerlichkeit; τῶν πολιτειῶν Isocr. 4, 142; χωρίων Thuc. 4, 33. Gew. übertr. von Menschen, schwieriges, unangenehmes, mürrisches Wesen, Ggstz ῥᾳστώνη, Plat. Legg. X, 902 c; Heftigkeit, Rauhheit, Härte, mürrische u. unzufriedene Sinnesart, τρόπων XI, 929 d; Thuc. 1, 84; μητρός Xen. Mem. 2, 2,7; Sp., wie Plut. Thes. 36 u. oft; μετὰ θορύβου καὶ χαλεπότητος ἀκούειν Isocr. 15, 20, u. sonst; – Arist. legt den Gesetzen des Drakon den Charakter der χαλεπότης bei, Polit. 2, 10.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰλεπότης: -ητος, ἡ, ἡ τραχύτης, τὸ δύσβατον, τῶν χωρίων Θουκ. 4. 12, 33. 2) ἐπὶ λόγων, δυσκολία, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 10, 1, πρβλ. Πλάτ. Σοφ. 254Α. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν σχέσει πρὸς ἀνθρώπους, τραχύτης, σκληρότης, ἀγριότης, δυστροπία, αὐστηρότης, ὀργιλότης, δυσκολία, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ῥᾳστώνη, Πλάτ. Κριτί. 107C, Νόμ. 902C· ἡ τοῦ σοφιστοῦ χ. ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 254Α· τρόπων χ. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 929D· τῆς πολιτείας Ἰσοκρ. 70Α· καὶ ἀπολ., Θουκ. 1. 84, κλπ.· περὶ τῶν Λακεδαιμονίων, Ἰσοκρ. 251C· χαλεπότητι κολάζειν ὁ αὐτ. 19D· μετὰ χαλεπότητος ἀκούειν ὁ αὐτ. 314Β· ἐπὶ τῶν νόμων τοῦ Δράκοντος, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 12, 13· ― ἐν τῷ πληθ., ἀντίθετον τῷ πραότητες, Ἰσοκρ. 106Α. 2) ἐπὶ ἵππου, κακὸν φυσικόν, κακὴ ἕξις, δυστροπία, δεῖ δὲ καὶ εἴ τινα χαλεπότητα ἔχοι ὁ ἵππος, καταμανθάνειν Ξεν. Ἱππ. 3. 10· πρβλ. χαλεπὸς Α. ΙΙ. 1. δ.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
désagrément, incommodité, difficulté :
1 en parl. de lieux χωρίων THC difficulté de terrain;
2 caractère difficile, humeur chagrine, malveillance ou hostilité.
Étymologie: χαλεπός.

Greek Monolingual

-ητος, ἡ, ΜΑ χαλεπός
1. δυσκολία, δυσχέρεια
2. δυστροπία, ιδιοτροπία
αρχ.
1. (για τόπο) τραχύτητα, το δύσβατο
2. αυστηρότητα, σκληρότητα, αγριότητα
3. (για ίππο) ατίθαση φύση, κακό φυσικό.

Greek Monotonic

χᾰλεπότης: -ητος, ἡ (χαλεπός
I. δυσκολία, τραχύτητα, σε Θουκ.
II. 1. λέγεται για ανθρώπους, τραχύτητα, σκληρότητα, αγριότητα, δριμύτητα, αυστηρότητα, στον ίδ. κ.λπ.
2. δυστροπία, λέγεται για άλογο, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

χᾰλεπότης: ητος ἡ
1) трудность, недоступность (τῶν χωρίων Thuc.);
2) трудность, затруднительность (sc. τοῦ ὁρισμοῦ Arst.);
3) суровость, жестокость (τῶν πολιτειῶν Isocr.; τῶν νόμων Arst.);
4) угрюмость, мрачность, тяжелый нрав Xen., Plat.: μετὰ θορύβου καὶ χαλεπότητος ἀκροᾶσθαί τινος Isocr. слушать кого-л. с шумным неодобрением.

Middle Liddell

χᾰλεπότης, ητος, ἡ, χαλεπός
I. difficulty, ruggedness, Thuc.
II. of persons, difficulty, harshness, rigour, severity, Thuc., etc.
2. ill-temper, vice, of a horse, Xen.