ψευδαμάμαξυς: Difference between revisions

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρpleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
(nl)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=ψευδαμάμαξυς -υος, ὁ [ψευδής, ἀμάμαξυς] kom. nepwijnrank.
|elnltext=ψευδαμάμαξυς -υος, ὁ [ψευδής, ἀμάμαξυς] kom. nepwijnrank.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ψευδ-ᾰμάμαξῠς, υος, ὁ,<br />a [[bastard]] [[vine]], Ar.
}}
}}

Revision as of 02:50, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψευδᾰμάμαξῠς Medium diacritics: ψευδαμάμαξυς Low diacritics: ψευδαμάμαξυς Capitals: ΨΕΥΔΑΜΑΜΑΞΥΣ
Transliteration A: pseudamámaxys Transliteration B: pseudamamaxys Transliteration C: psevdamamaksys Beta Code: yeudama/macus

English (LSJ)

[ᾰμ], υος, ὁ,

   A bastard vine, Ar.V.326 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1393] ὁ, die falsche Baumrebe, Ar. Vesp. 326.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδᾰμάμαξῠς: -υος, ὁ, ψευδὴς ἀναδενδρὰς, οὐχὶ γνησία ἄμπελος, Ἀριστοφ. Σφ. 326.

French (Bailly abrégé)

υος (ὁ) :
fausse vigne, càd menteur, charlatan.
Étymologie: ψευδής, ἁμάμαξυς.
Par. ψευδατράφαξυς.

Greek Monolingual

-αμάξυος, ὁ, Α
ψευδής άμπελος, φυτό που μοιάζει με κλήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + ἁμάμαξυς «άμπελος»].

Greek Monotonic

ψευδᾰμάμαξῠς: [ᾰμ],-υος, ὁ, νοθευμένο αμπέλι, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ψευδᾰμάμαξυς: υος ὁ досл. ложная виноградная лоза, перен. обманщик, шарлатан Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψευδαμάμαξυς -υος, ὁ [ψευδής, ἀμάμαξυς] kom. nepwijnrank.

Middle Liddell

ψευδ-ᾰμάμαξῠς, υος, ὁ,
a bastard vine, Ar.