κόλλυβος: Difference between revisions

From LSJ

πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear

Source
(2)
(1ba)
Line 33: Line 33:
{{etym
{{etym
|etymtx=1.<br />Grammatical information: m.<br />Meaning: <b class="b2">small money</b> (Ar., Eup., Call.), <b class="b2">small gold weight</b> (Thphr.); <b class="b2">rate of exchange</b> (hell., inscr., pap., Cic.).<br />Other forms: (<b class="b3">-ον</b> n. Poll. 9, 72)<br />Derivatives: <b class="b3">κολλυβιστής</b> <b class="b2">money-changer</b> (Men., NT, pap., <b class="b3">*κολλυβίζω</b>; cf. Fraenkel Nom. ag. 2, 68f., Chantraine Formation 320) with <b class="b3">κολλυβιστικός</b> and <b class="b3">κολλυβιστήριον</b> <b class="b2">exchange-office</b> (pap. a. Ostr.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Semitic, cf. Hebr. <b class="b2">ḥālap</b> [[exchange]] (Lewy Fremdw. 119f. after Lagarde). - From <b class="b3">κόλλυβα τρωγάλια</b> H. (sch. Ar. Pl. 768; cf. <b class="b3">κόλλαβος</b>) Russ. etc. <b class="b2">kólivo</b> <b class="b2">porridge, groats with resins, memory meal for a dead</b> (Vasmer Wb. s. v. w. lit.). - The <b class="b3">-υβ-</b> (which cannot be explained from Hebr.) rather points to a Pre-Greek word.
|etymtx=1.<br />Grammatical information: m.<br />Meaning: <b class="b2">small money</b> (Ar., Eup., Call.), <b class="b2">small gold weight</b> (Thphr.); <b class="b2">rate of exchange</b> (hell., inscr., pap., Cic.).<br />Other forms: (<b class="b3">-ον</b> n. Poll. 9, 72)<br />Derivatives: <b class="b3">κολλυβιστής</b> <b class="b2">money-changer</b> (Men., NT, pap., <b class="b3">*κολλυβίζω</b>; cf. Fraenkel Nom. ag. 2, 68f., Chantraine Formation 320) with <b class="b3">κολλυβιστικός</b> and <b class="b3">κολλυβιστήριον</b> <b class="b2">exchange-office</b> (pap. a. Ostr.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Semitic, cf. Hebr. <b class="b2">ḥālap</b> [[exchange]] (Lewy Fremdw. 119f. after Lagarde). - From <b class="b3">κόλλυβα τρωγάλια</b> H. (sch. Ar. Pl. 768; cf. <b class="b3">κόλλαβος</b>) Russ. etc. <b class="b2">kólivo</b> <b class="b2">porridge, groats with resins, memory meal for a dead</b> (Vasmer Wb. s. v. w. lit.). - The <b class="b3">-υβ-</b> (which cannot be explained from Hebr.) rather points to a Pre-Greek word.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κόλλῠβος, ὁ,<br /><b class="num">1.</b> a [[small]] [[coin]], κολλύβου for a doit, Ar.<br /><b class="num">2.</b> in pl. [[κόλλυβα]], τά, [[small]] [[round]] cakes, Ar.
}}
}}

Revision as of 03:06, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόλλῠβος Medium diacritics: κόλλυβος Low diacritics: κόλλυβος Capitals: ΚΟΛΛΥΒΟΣ
Transliteration A: kóllybos Transliteration B: kollybos Transliteration C: kollyvos Beta Code: ko/llubos

English (LSJ)

ὁ,

   A small coin, κολλύβου for a doit, Ar.Pax 1200, Eup.233, Call.Fr.85: masc. acc. to Phryn. 404, Hsch.:—but neut. κόλλῠβον, τό, Poll.9.72.    2 small gold weight, Thphr.Lap.46.    3 neut. pl. κόλλυβα, τά, small cakes (cf. κόλλαβος 11), Sch.Ar.Pl.768; cf. κόλλυβα· τρωγάλια, Hsch.    II κ., ὁ, rate of exchange, IG12(5).817 (pl., Tenos, ii B.C.), SIG672.32 (Delph., ii B.C.); agio, Cic.Verr.2.3.78.181, Att.12.6.1, PFay.56.7 (ii A.D.), etc. (Cf. Hebr. [hudot ]ālap 'change', 'exchange'.)

German (Pape)

[Seite 1473] ὁ, kleine Münze, Scheidemünze, λεπτὸν νομισμάτιον, Poll. 9, 72; nach Hesych. ὁ ἐν τῷ χαλκῷ κεχαραγμένος βοῦς, an κολοβός erinnernd; προτοῦ οὐδεὶς ἐπρίατ' ἂν δρέπανον οὐδὲ κολλύβου, νυνὶ δὲ πεντήκοντα δραχμῶν αὔτ' ἐμπολῶ Ar. Pax 1166; Sp. Bes. das Aufgeld oder Agio beim Verwechseln fremder Geldsorten in einheimische, VLL. – Bei Theophr. ein kleines Gewicht für Gold.

Greek (Liddell-Scott)

κόλλῠβος: ὁ, μικρὸν νόμισμα, κολλύβου ἀντὶ λεπτοῦ, «διὰ τίποτε», Ἀριστοφ. Εἰρ. 1200, Εὔπολις ἐν «Πόλεσι» 5, Καλλ. ἐν Ἀποσπ. 85· ― ἀρσεν. παρὰ Φρυνίχ. 440, Ἡσύχ.· οὐδέτ. παρὰ Πολυδ. Θ΄, 72. 2) ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, κόλλυβα, τά, μικρὰ στρογγύλα πλακούντια (ἴδε κόλλαβος ΙΙ), Ἀριστοφ. Πλ. 768· «κόλλυβα· τρωγάλια» Ἡσύχ. ΙΙ. τὸ κέρδος, τὸ ὁποῖον ἐπὶ τῇ ἀνταλλαγῇ τῶν νομισμάτων λαμβάνει ὁ ἀργυραμοιβὸς (κολλυβιστής), agio, Κικ. Verr. 3. 78, π. Ἀττ. 12, 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 2334. 4· καὶ ὁ Böckh διώρθωσεν: ἀκολλύβιστον, ἄνευ πληρωμῆς διὰ τὴν ἀνταλλαγήν, αὐτόθι 9. ΙΙΙ. μικρὸν βάρος χρυσοῦ, Θεοφρ. π. Λίθ. 46.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 petite pièce de monnaie;
2 petit poids.
Étymologie: DELG pê emprunt sémit.

Greek Monolingual

ο (Α κόλλυβος)
1. νόμισμα μικρής αξίας
2. το κέρδος του κολλυβιστή το οποίο προέρχεται από ανταλλαγή νομίσματος
αρχ.
μικρό βάρος χρυσού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για σημιτικό δάνειο, πρβλ. εβρ. hālap «συναλλαγή», hlp «ανταλλάσσω». Ο παράλληλος τ. κόλλυβον στον πληθ. έχει τη σημ. «μικρές στρογγυλές πίτες», πιθ. λόγω του σχήματός τους. Η σημ. αυτή επεκτάθηκε στη Νεοελληνική και σημαίνει μεταφορικά το βρασμένο σιτάρι που προσφέρουν στα μνημόσυνα. Τη λ., με τη σημ. αυτή, δανείστηκε η ρωσ., πρβλ. kόlivo. Τα ανθρωπωνύμια Κολλυβάς, Κολλυβίσκος είναι παρ. της λ. κόλλυβος.

Greek Monotonic

κόλλῠβος: ὁ,
1. μικρό κέρμα, κολλύβου αντί λεπτού, σε Αριστοφ.
2. στον πληθ., κόλλυβα, τά, μικρά στρογγυλά πλακούντια, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

κόλλῠβος: ὁ перен. (ломаный) грош, полушка (οὐδεὶς ἐπρίατ᾽ ἂν οὐδὲ κολλύβου Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόλλυβος -ου, ὁ kleingeld.

Frisk Etymological English

1.
Grammatical information: m.
Meaning: small money (Ar., Eup., Call.), small gold weight (Thphr.); rate of exchange (hell., inscr., pap., Cic.).
Other forms: (-ον n. Poll. 9, 72)
Derivatives: κολλυβιστής money-changer (Men., NT, pap., *κολλυβίζω; cf. Fraenkel Nom. ag. 2, 68f., Chantraine Formation 320) with κολλυβιστικός and κολλυβιστήριον exchange-office (pap. a. Ostr.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Semitic, cf. Hebr. ḥālap exchange (Lewy Fremdw. 119f. after Lagarde). - From κόλλυβα τρωγάλια H. (sch. Ar. Pl. 768; cf. κόλλαβος) Russ. etc. kólivo porridge, groats with resins, memory meal for a dead (Vasmer Wb. s. v. w. lit.). - The -υβ- (which cannot be explained from Hebr.) rather points to a Pre-Greek word.

Middle Liddell

κόλλῠβος, ὁ,
1. a small coin, κολλύβου for a doit, Ar.
2. in pl. κόλλυβα, τά, small round cakes, Ar.