κυανόφρυς: Difference between revisions

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source
(3)
(1ba)
Line 13: Line 13:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κῠᾰνόφρυς:''' υ, gen. υος чернобровый Theocr.
|elrutext='''κῠᾰνόφρυς:''' υ, gen. υος чернобровый Theocr.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κυᾰν-όφρυς, υ,<br />[[dark]]-browed, Theocr.
}}
}}

Revision as of 03:10, 10 January 2019

German (Pape)

[Seite 1522] υος, mit dunkeln, schwarzen Augenbrauen, Theocr. 3, 18. 17, 53.

French (Bailly abrégé)

υς, υ ; gén. υος;
aux sourcils noirs ou sombres.
Étymologie: κύανος, ὀφρύς.

Greek Monolingual

κυανόφρυς, -υ (Α)
αυτός που έχει μαύρα φρύδια («ὦ κυάνοφρυ Νύμφα», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + ὀφρῦς (πρβλ. δάσ-οφρυς, λεύκ-οφρυς)].

Greek Monotonic

κυᾰνόφρυς: -υ, γεν. -υος, αυτός που έχει μαύρα φρύδια, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

κῠᾰνόφρυς: υ, gen. υος чернобровый Theocr.

Middle Liddell

κυᾰν-όφρυς, υ,
dark-browed, Theocr.