κυδάνω: Difference between revisions

From LSJ

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source
(nl)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κυδάνω [κῦδος] stralen, trots zijn:. Ἀχαιοὶ μὲν μέγα κύδανον de Achaeërs waren erg trots Il. 20.42. aanzien verlenen.
|elnltext=κυδάνω [κῦδος] stralen, trots zijn:. Ἀχαιοὶ μὲν μέγα κύδανον de Achaeërs waren erg trots Il. 20.42. aanzien verlenen.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κῡδάνω, = [[κυδαίνω]] only in pres. and imperf.,]<br /><b class="num">I.</b> to [[hold]] in [[honour]], Il.<br /><b class="num">II.</b> to [[vaunt]], [[boast]], Il.
}}
}}

Revision as of 03:20, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡδάνω Medium diacritics: κυδάνω Low diacritics: κυδάνω Capitals: ΚΥΔΑΝΩ
Transliteration A: kydánō Transliteration B: kydanō Transliteration C: kydano Beta Code: kuda/nw

English (LSJ)

[ᾰ],

   A = κυδαίνω, only pres. and impf., exalt, τοὺς μὲν ὁμῶς μακάρεσσι θεοῖσι κυδάνει Il.14.73.    II to be triumphant, Ἀχαιοὶ μὲν μέγα κύδανον 20.42.

German (Pape)

[Seite 1524] = κυδαίνω; τοὺς μὲν ὁμοῦ μακάρεσσι θεοῖσιν κυδάνει Il. 14, 73, auch intrans., Ruhm haben, Ἀχαιοὶ μὲν μέγα κύδανον, οὕνεκα 20, 42.

Greek (Liddell-Scott)

κῡδάνω: ᾰ, = κυδαίνω, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἔχω ἐν τιμῇ, τοὺς μὲν ὁμῶς μακάρεσσι θεοῖσι κυδάνει Ἰλ. Ξ. 75. ΙΙ. = κυδιάω, καυχῶμαι, ὑπερηφανεύομαι, Ἀχαιοὶ μὲν μέγα κύδανον, οὕνεκα... Υ. 42.

French (Bailly abrégé)

impf. poét. κύδανον;
1 tr. célébrer, vanter, glorifier;
2 intr. se vanter.
Étymologie: cf. κυδαίνω.

Greek Monolingual

κυδάνω (Α)
κυδαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κυδαίνω, σχηματισμένος υστερογενώς από τον αόρ. -κύδαν-α].

Greek Monotonic

κῡδάνω: [ᾰ] = κυδαίνω, μόνο στον ενεστ. και παρατ.
I. έχω σε υπόληψη, σε Ομήρ. Ιλ.
II. καυχιέμαι, περηφανεύομαι, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

κῡδάνω: (ᾰ)
1) делать славным, покрывать славой (τοὺς Τρῶας Hom.);
2) быть гордым, гордиться, торжествовать (Ἀχαιοὶ μέγα κύδανον οὕνεκ᾽ Ἀχιλλεὺς ἐξεφάνη Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυδάνω [κῦδος] stralen, trots zijn:. Ἀχαιοὶ μὲν μέγα κύδανον de Achaeërs waren erg trots Il. 20.42. aanzien verlenen.

Middle Liddell

κῡδάνω, = κυδαίνω only in pres. and imperf.,]
I. to hold in honour, Il.
II. to vaunt, boast, Il.