λεπιδωτός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πεπρωμένον φυγεῖν ἀδύνατον → you can't escape your destiny | there is no escaping from destiny | it's impossible to escape from what is destined | it is impossible to escape from what is destined | what is fated is impossible to escape | if you're born to be hanged, then you'll never be drowned | he that is born to be hanged shall never be drowned | if you are born to be hanged then you'll never be drowned | if you're born to be hanged then you'll never be drowned| you can't outrun your fate | you cannot outrun your fate | you can't stop fate | that's the way the cookie crumbles

Source
(3)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''λεπῐδωτός:''' <b class="num">II</b> ὁ чешуйчатая рыба (неизвестный нам вид нильской рыбы, считавшийся у египтян священным) Her., Plut.<br />покрытый чешуей, чешуйчатый ([[δέρμα]], [[θώρηξ]] Her.): τὰ λεπιδωτά Arst. животные, покрытые чешуей.
|elrutext='''λεπῐδωτός:''' <b class="num">II</b> ὁ чешуйчатая рыба (неизвестный нам вид нильской рыбы, считавшийся у египтян священным) Her., Plut.<br />покрытый чешуей, чешуйчатый ([[δέρμα]], [[θώρηξ]] Her.): τὰ λεπιδωτά Arst. животные, покрытые чешуей.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λεπῐδωτός, ή, όν<br /><b class="num">I.</b> [[scaly]], [[covered]] with scales, of the [[crocodile]], Hdt.; of [[scale]]-[[armour]], Hdt.<br /><b class="num">II.</b> as Subst., a [[fish]] of the [[Nile]] with [[large]] scales, Hdt.
}}
}}

Revision as of 03:30, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπῐδωτός Medium diacritics: λεπιδωτός Low diacritics: λεπιδωτός Capitals: ΛΕΠΙΔΩΤΟΣ
Transliteration A: lepidōtós Transliteration B: lepidōtos Transliteration C: lepidotos Beta Code: lepidwto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A scaly, δέρμα, of the crocodile, Hdt.2.68; ἰχθύες Arist.HA505a24, al.; σῶμα Paul.Aeg.6.78.    2 θώρηξ λ. a cuirass covered with scales, Hdt.9.22, cf. D.C.78.37.    II as Subst. λ., ὁ, a fish of the Nile with large scales, Hdt.2.72; = κυπρῖνος, Dorio ap. Ath.7.309b. (Prob. Cyprinus bynni.)    2 a kind of gem, Orph.L. 287.

German (Pape)

[Seite 29] mit Schuppen versehen, schuppig, Arist. de part. anim. 4, 13 H. A. 2, 13 u. öfter, von Thieren; θώρηξ, Her. 9, 22; D. C. 78, 37. – Subst., ein großschuppiger Nilfisch, Her. 2, 72; vgl. Ath. VII, 309 b.

Greek (Liddell-Scott)

λεπῐδωτός: -ή, -όν, κεκαλυμμένος διὰ λεπίδων, ἐπὶ τοῦ κροκοδείλου, Ἡρόδ. 2. 68· τὰ λεπιδωτά, ζῷα κεκαλυμμένα διὰ λεπίδων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 13, 13, κ. ἀλλ.· ― ὡσαύτως, θώρηξ λ., κεκαλυμμένος διὰ λεπίδων, φολιδωτός, Ἡρόδ. 9. 22, πρβλ. Δίωνα Κ. 78. 37. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., λεπιδωτός, ὁ, ἰχθύς τις τοῦ Νείλου ποταμοῦ ἔχων μεγάλας λεπίδας, Ἡρόδ. 2. 72· καλούμενος κυπρῖνος, Δωρίων παρ’ Ἀθην. 309Β. ΙΙΙ. εἶδος πολυτίμου λίθου, Ὀρφ. Λιθ. 284.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 couvert d’écailles;
2λεπιδωτός gros poisson du Nil.
Étymologie: λεπιδόω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α λεπιδωτός, -ή, -όν) λεπιδούμαι
καλυμμένος από λέπια ή από φολίδες (α. «ἔχει δὲ καὶ ὄνυχας καρτεροὺς καὶ δέρμα λεπιδωτὸν [ὁ κροκόδειλος]», Ηρόδ.
β. «θώρηκα εἶχε χρύσεον λεπιδωτόν», Ηρόδ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. τα λεπιδωτά
τάξη ερπετών τών οποίων το σώμα είναι καλυμμένο με λέπια, στην οποία ανήκουν οι δύο μεγάλες υποτάξεις τών σαυρομόρφων και τών οφιδίων
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. λεπιδωτός
α) είδος μεγάλου ιχθύος του Νείλου που έχει μεγάλα λέπια
β) ο ιχθύς κυπρίνος
γ) είδος πολύτιμου λίθου.

Greek Monotonic

λεπῐδωτός: -ή, -όν,
I. αυτός που είναι καλυμμένος με λέπια, φολίδες, λέγεται για τον κροκόδειλο, σε Ηρόδ.· αυτός που προστατεύεται από φολίδες, στον ίδ.
II. ως ουσ., ψάρι του ποταμού Νείλου με μεγάλα λέπια, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

λεπῐδωτός: II ὁ чешуйчатая рыба (неизвестный нам вид нильской рыбы, считавшийся у египтян священным) Her., Plut.
покрытый чешуей, чешуйчатый (δέρμα, θώρηξ Her.): τὰ λεπιδωτά Arst. животные, покрытые чешуей.

Middle Liddell

λεπῐδωτός, ή, όν
I. scaly, covered with scales, of the crocodile, Hdt.; of scale-armour, Hdt.
II. as Subst., a fish of the Nile with large scales, Hdt.