λευκόχρους: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior

Source
(23)
(1ba)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν (ΑΜ [[λευκόχρους]], -ουν, Α και -οος, -οον)<br />αυτός που έχει [[λευκό]] [[χρώμα]], [[άσπρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λευκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>χροος</i> <span style="color: red;"><</span> [[χρώς]] «[[χρώμα]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ερυθρό</i>-<i>χρους</i>].
|mltxt=-ουν (ΑΜ [[λευκόχρους]], -ουν, Α και -οος, -οον)<br />αυτός που έχει [[λευκό]] [[χρώμα]], [[άσπρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λευκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>χροος</i> <span style="color: red;"><</span> [[χρώς]] «[[χρώμα]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ερυθρό</i>-<i>χρους</i>].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λευκό-χρους, ουν [[χρόα]]<br />of [[white]] [[complexion]]: heterocl. acc. λευκόχροα κόμαν Eur.
}}
}}

Revision as of 03:35, 10 January 2019

German (Pape)

[Seite 35] οος, dasselbe, λευκόχροα κόμαν, weißes Haar, Eur. Phoen. 322.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
de couleur blanche.
Étymologie: λευκός, χρόα.

Greek Monolingual

-ουν (ΑΜ λευκόχρους, -ουν, Α και -οος, -οον)
αυτός που έχει λευκό χρώμα, άσπρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + -χρους (< -χροος < χρώς «χρώμα»), πρβλ. ερυθρό-χρους].

Middle Liddell

λευκό-χρους, ουν χρόα
of white complexion: heterocl. acc. λευκόχροα κόμαν Eur.