μονομάχος: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch

Menander, Monostichoi, 507
(3)
(1ba)
Line 16: Line 16:
{{elru
{{elru
|elrutext='''μονομάχος:''' (ᾰ) сражающийся один на один, участвующий в единоборстве (προστάται Aesch.): μονομάχον ἐπὶ φρέν᾽ [[ἐλθεῖν]] Eur. придумать единоборство; μονομάχῳ [[δορί]] или μονομάχου δι᾽ ἀσπίδος Eur. в единоборстве.<br /><b class="num">II</b> ὁ единоборец, (у римлян) борец, гладиатор (лат. [[gladiator]]) Luc.
|elrutext='''μονομάχος:''' (ᾰ) сражающийся один на один, участвующий в единоборстве (προστάται Aesch.): μονομάχον ἐπὶ φρέν᾽ [[ἐλθεῖν]] Eur. придумать единоборство; μονομάχῳ [[δορί]] или μονομάχου δι᾽ ἀσπίδος Eur. в единоборстве.<br /><b class="num">II</b> ὁ единоборец, (у римлян) борец, гладиатор (лат. [[gladiator]]) Luc.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μονο-μά˘χος, ον [[μάχομαι]]<br /><b class="num">I.</b> [[fighting]] in [[single]] [[combat]], Aesch., Eur.<br /><b class="num">II.</b> [[μονομάχος]], a [[gladiator]], Luc.
}}
}}

Revision as of 04:00, 10 January 2019

German (Pape)

[Seite 204] einzeln kämpfend, allein, einen Zweikampf bestehend; Aesch. Spt. 780; δόρυ, ἀσπίς, Eur. Phoen. 1335 Heracl. 819; auch gladiator, Luc. Demon. 57; Hdn.

Greek (Liddell-Scott)

μονομάχος: [ᾰ], -ον, (μάχομαι) ὁ μόνος πρὸς μόνον μαχόμενος, μ. προστάται Αἰσχύλ. Θήβ. 798· μονομάχον ἐπὶ φρεν’ ἠλθέτην Εὐρ. Φοίν. 1300· μονομάχου δι’ ἀσπίδος, δηλ. ἐν μονομαχίᾳ, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 819· μονομάχῳ δορὶ ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1325· μονομάχου πάλης ἀγῶνα Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 471. ΙΙ. μονομάχος, ὁ ἔχων ὡς ἐπάγγελμα τὸ μονομαχεῖν, θέα μονομάχων Λουκ. Δημώνακτ. βίος, 57, Συλλ. Ἐπιγρ. 1058, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui combat seul à seul, en combat singulier;
2μονομάχος gladiateur à Rome.
Étymologie: μόνος, μάχομαι.

Greek Monolingual

-ο (ΑΜ μονομάχος, -ον Α ιων. τ. μουνομάχος)
νεοελλ.-μσν.
το αρσ. ως ουσ. άτομο που μονομαχεί εναντίον άλλου
αρχ.
1. αυτός που μάχεται μόνος εναντίον άλλου επίσης μόνου (α. «μονομάχοι προστάται», Αισχύλ.
β. «μονομάχον ἐπὶ φρένα ἠλθέτην», Ευρ.
γ. «μονομάχῳ δορί», Ευρ.)
2. το αρσ. ως ουσ. (στην αρχαία Ρώμη) αιχμάλωτος ή δούλος που μονομαχούσε στο θέατρο με ανθρώπους ή άγρια θηρία προς τέρψη τών θεατών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -μάχος (< μάχομαι)].

Greek Monotonic

μονομάχος: [ᾰ], -ον (μάχομαι),·
I. αυτός που μάχεται μόνος εναντίου μόνου, σε Αισχύλ., Ευρ.
II. μονομάχος, , επαγγελματίας μονομάχος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

μονομάχος: (ᾰ) сражающийся один на один, участвующий в единоборстве (προστάται Aesch.): μονομάχον ἐπὶ φρέν᾽ ἐλθεῖν Eur. придумать единоборство; μονομάχῳ δορί или μονομάχου δι᾽ ἀσπίδος Eur. в единоборстве.
II ὁ единоборец, (у римлян) борец, гладиатор (лат. gladiator) Luc.

Middle Liddell

μονο-μά˘χος, ον μάχομαι
I. fighting in single combat, Aesch., Eur.
II. μονομάχος, a gladiator, Luc.