νόμευμα: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source
(3b)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''νόμευμα:''' ατος τό стадо (μήλων Aesch.).
|elrutext='''νόμευμα:''' ατος τό стадо (μήλων Aesch.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νόμευμα]], ατος, τό, [[νομεύω]]<br />that [[which]] is put to [[graze]], i. e. a [[flock]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 04:30, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νόμευμα Medium diacritics: νόμευμα Low diacritics: νόμευμα Capitals: ΝΟΜΕΥΜΑ
Transliteration A: nómeuma Transliteration B: nomeuma Transliteration C: nomevma Beta Code: no/meuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A flock, herd, εὐπόκοις νομεύμασιν A.Ag.1416.

German (Pape)

[Seite 259] τό, das Geweidete, die Heerde, μήλων, Aesch. Ag. 1390.

Greek (Liddell-Scott)

νόμευμα: τό, βόσκημα, δηλ. ποίμνιονἀγέλη, εὐπόκοις νομεύμασιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1416: οὐδαμοῦ ἄλλοθι εὕρηται.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
troupeau paissant.
Étymologie: νομεύω.

Greek Monolingual

νόμευμα, τὸ (Α) νομεύω
ποίμνιο, αγέλη.

Greek Monotonic

νόμευμα: -ατος, τό (νομεύω), αυτό που βόσκει, δηλ. κοπάδι, αγέλη, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

νόμευμα: ατος τό стадо (μήλων Aesch.).

Middle Liddell

νόμευμα, ατος, τό, νομεύω
that which is put to graze, i. e. a flock, Aesch.