οἰκοδόμος: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
(3b) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''οἰκοδόμος:''' ὁ строитель, зодчий Her., Xen. etc. | |elrutext='''οἰκοδόμος:''' ὁ строитель, зодчий Her., Xen. etc. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=οἰκο-[[δόμος]], ὁ, [[δέμω]]<br />a [[builder]], an [[architect]], Hdt., Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:35, 10 January 2019
English (LSJ)
ὁ (parox.),
A builder, architect, Hdt.2.121. α', Ar.Fr.180, Pl.Prt.319b, Supp.Epigr.4.105, etc.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκοδόμος: ὁ, ὁ οἰκοδομῶν, κτίστης, ἀρχιτέκτων, Ἡρόδ. 2. 121, 1, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 223, Πλάτ. Πρωτ. 319Β, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
architecte, bâtisseur.
Étymologie: οἶκος, δέμω.
Greek Monolingual
ο (Α οικοδόμος)
αυτός που οικοδομεί, κτίστης («χωρίον ἡμῑν τειχίσουσιν, οἰκοδόμους πολλοὺς ἔχοντες», Ξεν.)
νεοελλ.
1. αυτός που διευθύνει την οικοδόμηση, που εποπτεύει στις οικοδομικές εργασίες («οικοδόμος μηχανικός»)
2. μτφ. ο κύριος πρωτεργάτης μιας προσπάθειας, ο δημιουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -δόμος (< δόμος < δέμω «χτίζω, κατασκευάζω»), πρβλ. λιθο-δόμος, πυργο-δόμος.
Greek Monotonic
οἰκοδόμος: ὁ (δέμω), χτίστης, αρχιτέκτονας, σε Ηρόδ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
οἰκοδόμος: ὁ строитель, зодчий Her., Xen. etc.