περιοπτέος: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
(nl)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=περιοπτέος -α -ον, adj. verb. van περιοράω, te verdragen, acceptabel:; φράζοντες ὡς οὔ σφι περιοπτέη ἐστὶ ἡ Ἑλλὰς ἀπολλυμένη erop wijzend, dat zij niet zouden accepteren dat Griekenland ten onder ging Hdt. 7.168.1; n. περιοπτέον het moet geaccepteerd worden. om op te letten:. σφίσι... περιοπτέον εἶναι dat door hen in het oog moest worden gehouden Thuc. 8.48.4.
|elnltext=περιοπτέος -α -ον, adj. verb. van περιοράω, te verdragen, acceptabel:; φράζοντες ὡς οὔ σφι περιοπτέη ἐστὶ ἡ Ἑλλὰς ἀπολλυμένη erop wijzend, dat zij niet zouden accepteren dat Griekenland ten onder ging Hdt. 7.168.1; n. περιοπτέον het moet geaccepteerd worden. om op te letten:. σφίσι... περιοπτέον εἶναι dat door hen in het oog moest worden gehouden Thuc. 8.48.4.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=περι-οπτέος, η, ον, verb. adj. of [[περιοράω]]<br /><b class="num">I.</b> to be [[overlooked]] or suffered, c. [[part]]., οὔ σφι περιοπτέα Ἑλλὰς ἀπολλυμένη Hdt.; c. inf., [[ἡμῖν]] τοῦτό ἐστι οὐ περιοπτέον, [[γένος]] τὸ Εὐρυσθένεος [[γενέσθαι]] ἐξίτηλον Hdt.<br /><b class="num">2.</b> to be watched or [[guarded]] [[against]], Thuc.<br /><b class="num">II.</b> περιοπτέον one must [[overlook]] or [[suffer]], Xen.
}}
}}

Revision as of 05:35, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιοπτέος Medium diacritics: περιοπτέος Low diacritics: περιοπτέος Capitals: ΠΕΡΙΟΠΤΕΟΣ
Transliteration A: perioptéos Transliteration B: periopteos Transliteration C: periopteos Beta Code: periopte/os

English (LSJ)

α, ον, (περιοράω)

   A to be overlooked or suffered, c. part., οὔ σφι π. Ἑλλὰς ἀπολλυμένη Hdt.7.168 ; ἡμῖν τοῦτό ἐστι οὐ π., γένος τὸ Εὐρυσθένεος γενέσθαι ἐξίτηλον Id.5.39.    2 to be watched or guarded against, Th.8.48.    II περιοπτέον one must overlook or suffer, X. Lac.9.5, Agath.3.10.

German (Pape)

[Seite 585] adj. verb. zu περιοράω, man muß übersehen, unbeachtet lassen; c. partic., οὔ σφι περιοπτέη ἐστὶ ἡ Ἑλλὰς ἀπολλυμένη Her. 7, 168; mit dem inf., 5, 39 ἡμῖν τοῦτό ἐστι οὐ περιοπτέον, γένος γενέσθαι ἐξίτηλον.

Greek (Liddell-Scott)

περιοπτέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετον τοῦ περιοράω, ὃν δεῖ περιορᾶν, μετὰ μετοχ., οὔ σφι π. Ἑλλὰς ἀπολλυμένη Ἡρόδ. 7. 168· ἡμῖν τοῦτό ἐστι οὐ π. γένος τὸ Εὐρυσθένεος γενέσθαι ἐξίτηλον ὁ αὐτ. 5. 39. 2) περιοπτέον σφίσι, περιαθρητέον, Θουκ. 8. 48. ΙΙ. περιοπτέον, πρέπει τις νὰ παραβλέπῃ ἢ νὰ ἀνέχηται, Ξεν. Λακ. 9. 5,

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qu’il faut observer : περιοπτέον ὅπως μή THC il faut veiller à ce que… ne.
Étymologie: περιοράω.

Greek Monotonic

περιοπτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του περιοράω,
I. 1. αυτός που μπορεί να παραβλέπεται ή να γίνεται ανεκτός, με μτχ., οὔ σφι περιοπτέα Ἑλλὰς ἀπολλυμένη, σε Ηρόδ.· με απαρ., ἡμῖν τοῦτό ἐστι οὐ περιοπτέον, γένος τὸ Εὐρυσθένεος γενέσθαι ἐξίτηλον, στον ίδ.
2. παρακολουθούμαι ή προστατεύομαι εναντίον, σε Θουκ.
II. περιοπτέον, αυτό που πρέπει κάποιος να παραβλέπει ή να ανέχεται, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

περιοπτέος: [adj. verb. к περιοράω
1) достойный пренебрежения, недостойный внимания, неважный: οὐ περιοπτέη ἐστὶ ἡ Ἑλλὰς ἀπολλυμένη Her. нельзя допустить, чтобы Эллада погибла;
2) требующий внимания: περιοπτέον τοῦτο μάλιστα ὅπως μὴ στασιάσωσιν Thuc. больше всего нужно следить за тем, чтобы не было раздоров.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιοπτέος -α -ον, adj. verb. van περιοράω, te verdragen, acceptabel:; φράζοντες ὡς οὔ σφι περιοπτέη ἐστὶ ἡ Ἑλλὰς ἀπολλυμένη erop wijzend, dat zij niet zouden accepteren dat Griekenland ten onder ging Hdt. 7.168.1; n. περιοπτέον het moet geaccepteerd worden. om op te letten:. σφίσι... περιοπτέον εἶναι dat door hen in het oog moest worden gehouden Thuc. 8.48.4.

Middle Liddell

περι-οπτέος, η, ον, verb. adj. of περιοράω
I. to be overlooked or suffered, c. part., οὔ σφι περιοπτέα Ἑλλὰς ἀπολλυμένη Hdt.; c. inf., ἡμῖν τοῦτό ἐστι οὐ περιοπτέον, γένος τὸ Εὐρυσθένεος γενέσθαι ἐξίτηλον Hdt.
2. to be watched or guarded against, Thuc.
II. περιοπτέον one must overlook or suffer, Xen.