γαύρωμα: Difference between revisions

From LSJ

λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us

Source
(1a)
(nl)
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[γαυρόομαι]]<br />a [[subject]] for [[boasting]], Eur.
|mdlsjtxt=[[γαυρόομαι]]<br />a [[subject]] for [[boasting]], Eur.
}}
{{elnl
|elnltext=[[γαύρωμα]] -ατος, τό [[γαυρόω]] bron van trots :. κενὸν... [[γαύρωμα]] een ijdele bron van trots Eur. Tr. 1250.
}}
}}

Revision as of 06:19, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαύρωμα Medium diacritics: γαύρωμα Low diacritics: γαύρωμα Capitals: ΓΑΥΡΩΜΑ
Transliteration A: gaúrōma Transliteration B: gaurōma Transliteration C: gayroma Beta Code: gau/rwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A subject for boasting, E.Tr.1250, Aristid.Or.28(49).124.

German (Pape)

[Seite 476] τό, das worauf man stolz ist, Prunk, Eur. Tr. 1250.

Greek (Liddell-Scott)

γαύρωμα: τό, τό ἐφ’ ᾧ τις ἐπαίρεται, αἰτία ὑπερηφανίας, Εὐρ. Τρῳ. 1250, Ἀριστείδ. 2. 394.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sujet d’orgueil.
Étymologie: γαυρόομαι.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
objeto o motivo de orgullo E.Tr.1250, Aristid.Or.28.124.

Greek Monolingual

το (Α)
αυτό για το οποίο υπερηφανεύεται κάποιος, το καύχημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαυρούμαι
το ενεργητικό μεταβιβαστικό γαυρώ είναι μεταγενέστερο].

Greek Monotonic

γαύρωμα: τό (γαυρόομαι), αιτία υπερηφάνειας, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

γαύρωμα: ατος τό предмет гордости, слава: κενὸν γ. Eur. тщеславие.

Middle Liddell

γαυρόομαι
a subject for boasting, Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαύρωμα -ατος, τό γαυρόω bron van trots :. κενὸν... γαύρωμα een ijdele bron van trots Eur. Tr. 1250.