ἐπίπεμπτος: Difference between revisions

From LSJ

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source
(2)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπίπεμπτος:''' <b class="num">1)</b> содержащий единица + одна пятая, т. е. 20% прироста: ἐπίπεμπτον (sc. [[δάνεισμα]]) Xen. ссуда из 20%;<br /><b class="num">2)</b> составляющий одну пятую Arph.
|elrutext='''ἐπίπεμπτος:'''<br /><b class="num">1)</b> содержащий единица + одна пятая, т. е. 20% прироста: ἐπίπεμπτον (sc. [[δάνεισμα]]) Xen. ссуда из 20%;<br /><b class="num">2)</b> составляющий одну пятую Arph.
}}
}}

Revision as of 17:35, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίπεμπτος Medium diacritics: ἐπίπεμπτος Low diacritics: επίπεμπτος Capitals: ΕΠΙΠΕΜΠΤΟΣ
Transliteration A: epípemptos Transliteration B: epipemptos Transliteration C: epipemptos Beta Code: e)pi/pemptos

English (LSJ)

ον, Math., = 1+1/5, Nicom.Ar.1.22, etc.    2. of loans bearing interest at the rate of 1/5 of the principal, i.e.20 per cent., ναυτικὸν . X.Vect.3.9.    II. = πέμπτος, Eup.65, LXX Le.5.16, al.; τοὐπίπεμπτον one-fifth of the votes in a trial, Ar.Fr.201.

German (Pape)

[Seite 968] ein Ganzes u. ein Fünftel enthaltend, Nicom. arithm. 1, 23 u. öfter, also vom Verhältniß 5: 6; – ἐπίπεμπτον δάνεισμα, ein Darlehen, wobei man außer dem Kapital den fünften Theil desselben als Zinsen, also zwanzig Procent erhält, der gewöhnliche Seezins, Xen. Vect. 3, 9. – Bei Ar. frg. 17 = πέμπτος, vgl. Harpocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίπεμπτος: -ον, = 1 - 1/5, ἐπὶ δανείων φερόντων τόκον τὸ 1/5 τοῦ κεφαλαίου, ἤτοι 20 τοῖς ἑκατόν, ναυτικὸν ἐπ. Ξεν. Πόροι 3, 9, πρβλ. Βοικχίου Π. Οἰ. 1. 164-186, καὶ ἴδε τὴν λ. ἐπίτριτος. ΙΙ. = πέμπτος, Εὔπολ. κ. ἀλλ., παρ’ Ἁρπ. τοὐπίπεμπτον, τὸ πέμπτον μέρος τῶν ψήφων ἐν δίκῃ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 17.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐπίπεμπτος, -ον) επιπέμπω
μαθημ. αυτός που περιέχει μία ακέραια μονάδα και επί πλέον το ένα πέμπτο της (1 + 1 / 5)
νεοελλ.
μουσ. ο αριθμητικός και αρμονικός λόγος της συγχορδίας που παράγεται με διαστήματα τρίτης στη φυσική διατονική κλίμακα
αρχ.
1. δάνειο που περιέχει εκτός του κεφαλαίου και το ένα πέμπτο του, δηλ. 20% («ᾧ μέν γὰρ ἂν δέκα μναῑ εἰσφορά γένηται, ὥσπερ ναυτικὸν σχεδὸν ἐπίπεμπτον αὐτῷ γίγνεται, τριώβολον τῆς ἡμέρας λαμβάνοντι», Ξεν.)
2. πέμπτος
3. το ουδ. ως ουσ. τοὐπίπεμπτον
το ένα πέμπτο τών ψήφων σε δίκη.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίπεμπτος:
1) содержащий единица + одна пятая, т. е. 20% прироста: ἐπίπεμπτον (sc. δάνεισμα) Xen. ссуда из 20%;
2) составляющий одну пятую Arph.