ἔμφρουρος: Difference between revisions
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
(1ab) |
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἔμφρουρος:''' <b class="num">1)</b> несущий военную охрану, стоящий гарнизоном (ἐμφρουροι ὄντες Ἀθηναῖοι Xen.);<br /><b class="num">2)</b> снабженный гарнизоном, занятый войсками (πόλεις Dem., Polyb., Plut.);<br /><b class="num">3)</b> военнообязанный Xen. | |elrutext='''ἔμφρουρος:'''<br /><b class="num">1)</b> несущий военную охрану, стоящий гарнизоном (ἐμφρουροι ὄντες Ἀθηναῖοι Xen.);<br /><b class="num">2)</b> снабженный гарнизоном, занятый войсками (πόλεις Dem., Polyb., Plut.);<br /><b class="num">3)</b> военнообязанный Xen. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἔμ-φρουρος, ον <i>adj</i> [ἐν]<br /><b class="num">I.</b> on [[guard]] in a [[place]]; οἱ ἔμφρουροι the [[garrison]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> [[pass]]. garrisoned, Dem. | |mdlsjtxt=ἔμ-φρουρος, ον <i>adj</i> [ἐν]<br /><b class="num">I.</b> on [[guard]] in a [[place]]; οἱ ἔμφρουροι the [[garrison]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> [[pass]]. garrisoned, Dem. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:35, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A on guard at a post, X.HG1.6.13. 2 liable to military duly (cf. φρουρά), opp. ἄφρουρος, Id.Lac.5.7. II Pass., held by garrisons, πόλεις ἐμφρούρους ποιεῖ Decr. ap. D.18.182, cf. Plb.2.41.10, etc. III shut up in, τῷ ταύρῳ Phalar.Ep.147.3; οἷον ἔ. kept as it were in prison, Longin.44.4, cf. Jul.ad Ath.272d.
German (Pape)
[Seite 820] 1) auf der Wache, zur Besatzung gehörig, οἱ ἔμφρουροι, die Besatzung, Xen. Hell. 1, 6, 13; noch zum Kriegsdienste verpflichtet, Ggstz ἄφρουρος, Lac. 5, 7. – 2) bewacht, mit Besatzung versehen; τὰς πόλεις ἐμφρούρους ἐποίει Dem. 18, 180, im Psephisma; Pol. 2, 41, 10, öfter, wie Folgde; – eingesperrt, ταύρῳ Phal. ep. 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμφρουρος: -ον, ὁ φρουρῶν ἐν τόπῳ τινί· οἱ ἔμφρουροι, ἡ φρουρά, Ξεν. Ἑλλην. 1. 6, 13: ὑποχρεωμένος εἰς χρέη φρουρᾶς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἄφρουρος, Schneid. Ξεν. Λακ. 5. 7. ΙΙ. παθ., ὁ ὑπὸ φρουράν, πόλεις ἐμφρούρους ποιεῖ Δημ. 289. 10, Πολύβ. 2. 41, 10, κτλ. ΙΙΙ. ἐγκεκλειμένος ἔν τινι, ἔμφρουροι τῷ ταύρῳ Φαλάριδος Ἐπιστ. 13, σ. 78, 58 Lenn.· οἷον ἔμφ., ὑπὸ τήρησιν, ὡς ἐν φυλακῇ, Λογγῖν. 44. 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. 1 qui tient garnison : οἱ ἔμφρουροι XÉN garnison;
2 propre au service de garde;
II. muni d’une garnison.
Étymologie: ἐν, φρουρά.
Spanish (DGE)
-ον
I 1encerrado, aprisionado ἐπυρώθησαν ὑφ' ἡμῶν ἔμφρουροι τῷ ταύρῳ Phalar.Ep.147, Μακάριον ... ἔμφρουρον ἀφῆκαν ἐν Τύρῳ Ath.Al.Apol.Sec.13.3, fig. ἀναζεῖ τὸ ἀπαρρησίαστον καὶ οἷον ἔμφρουρον del esclavo, Longin.44.4
•custodiado de Dánae en el gineceo, E.Fr.1132.23.
2 de ciu. y sus habitantes puesto bajo guarnición, guarnicionado en uso pred. (πόλεις) ἐμφρούρους ποιεῖ Decr. en D.18.182, συνέπεσε τὰς μὲν ἔμφρουρους αὐτῶν γενέσθαι occurrió que algunas de ellas fueron puestas bajo guarnición Plb.2.41.10, cf. Plu.Flam.10, τὸ Μαγνήτων ἔθνος Plu.Pel.31.2, cf. Polyaen.2.9, App.Ill.7, I.BI 2.654, D.S.15.23, de regiones ἔμφρουρον ποιῆσαι τὴν Ἀκαρνανίαν guarnicionar Acarnania, e.e. poner guarniciones en sus ciudades Plb.28.5.1, de un enemigo interior ὁ μὲν οὖν δῆμος ὑπὸ τοῖς στασιασταῖς ἔ. ἦν I.BI 2.529.
II 1que está de guarnición ἐμφρούρων ὄντων Ἀθηναίων X.HG 1.6.13.
2 que está en servicio de armas οὐδὲ γὰρ ὑπὸ φανοῦ τὸν ἔτι ἔμφρουρον ἔξεστι πορεύεσθαι X.Lac.5.7.
3 acompañado de una guarnición νῦν ἔ. ἥκει Basil.Ep.149.
Greek Monolingual
ἔμφρουρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ή τοποθετεί φρουρά για τη δική του προστασία («ἅτ' ἐμφρούρων ὄντων Ἀθηναίων», Ξεν.)
2. αυτός που εκτελεί υπηρεσία φρουρού
3. αυτός που φρουρείται, φρουρούμενος, επιτηρούμενος
4. φυλακισμένος, σε περιορισμό.
Greek Monotonic
ἔμφρουρος: -ον (ἐν),·
I. αυτός που φρουρεί ένα μέρος· οἱ ἔμφρουροι, φρουρά, φύλακες, σε Ξεν.
II. Παθ., ο φρουρούμενος, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἔμφρουρος:
1) несущий военную охрану, стоящий гарнизоном (ἐμφρουροι ὄντες Ἀθηναῖοι Xen.);
2) снабженный гарнизоном, занятый войсками (πόλεις Dem., Polyb., Plut.);
3) военнообязанный Xen.
Middle Liddell
ἔμ-φρουρος, ον adj [ἐν]
I. on guard in a place; οἱ ἔμφρουροι the garrison, Xen.
II. pass. garrisoned, Dem.