αμίαντος: Difference between revisions
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο (Α [[ἀμίαντος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν μιάνθηκε, [[αμόλυντος]], [[αγνός]], [[καθαρός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν επιτρέπεται να μιανθεί, [[άσπιλος]], [[ιερός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο (Α [[ἀμίαντος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν μιάνθηκε, [[αμόλυντος]], [[αγνός]], [[καθαρός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν επιτρέπεται να μιανθεί, [[άσπιλος]], [[ιερός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ἀμίαντος]]<br />η [[θάλασσα]]<br /><b>2.</b> «[[ἀμίαντος]] [[λίθος]]», [[υποπράσινος]] [[λίθος]], [[είδος]] ασβέστη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> <i>ἐμίανα</i>, [[μιαίνω]]. Στα αρχαία Ελληνικά η φρ. [[ἀμίαντος]] [[λίθος]] δήλωνε «[[είδος]] ασβέστη», λόγω της καθαρότητας του χρώματός του. Στη [[συνέχεια]] το επίθ. [[ἀμίαντος]] [[κατά]] [[παράλειψη]] του ουσ. [[λίθος]] πέρασε στη Λατινική, πρβλ. <i>amiantus</i> και από [[εκεί]] στην ξενική [[ορολογία]] της ορυκτολογίας, από όπου και η νεώτερη [[σημασία]] του όρου [[αμίαντος]] στα νέα Ελληνικά.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αμίαντο]], [[αμιαντώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αμιαντοειδής]], [[αμιαντοτσιμέντο]], [[αμιαντωρυχείο]]].<br /><b>(II)</b><br />ο <b>(Ορυκτ.)</b><br />[[κοινή]] [[ονομασία]] ομάδας ορυκτών με ινώδη [[μορφή]], τα οποία από χημική [[άποψη]] [[είναι]] ένυδρες πυριτικές ενώσεις του ασβεστίου και [[κυρίως]] του μαγνησίου και προέρχονται από [[εξαλλοίωση]] του σερπεντίνη και αποτελούν την ινώδη [[μορφή]] του. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:20, 14 January 2019
Greek Monolingual
(I)
-η, -ο (Α ἀμίαντος, -ον)
1. αυτός που δεν μιάνθηκε, αμόλυντος, αγνός, καθαρός
2. αυτός που δεν επιτρέπεται να μιανθεί, άσπιλος, ιερός
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. η ἀμίαντος
η θάλασσα
2. «ἀμίαντος λίθος», υποπράσινος λίθος, είδος ασβέστη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + ἐμίανα, μιαίνω. Στα αρχαία Ελληνικά η φρ. ἀμίαντος λίθος δήλωνε «είδος ασβέστη», λόγω της καθαρότητας του χρώματός του. Στη συνέχεια το επίθ. ἀμίαντος κατά παράλειψη του ουσ. λίθος πέρασε στη Λατινική, πρβλ. amiantus και από εκεί στην ξενική ορολογία της ορυκτολογίας, από όπου και η νεώτερη σημασία του όρου αμίαντος στα νέα Ελληνικά.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμίαντο, αμιαντώδης.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αμιαντοειδής, αμιαντοτσιμέντο, αμιαντωρυχείο].
(II)
ο (Ορυκτ.)
κοινή ονομασία ομάδας ορυκτών με ινώδη μορφή, τα οποία από χημική άποψη είναι ένυδρες πυριτικές ενώσεις του ασβεστίου και κυρίως του μαγνησίου και προέρχονται από εξαλλοίωση του σερπεντίνη και αποτελούν την ινώδη μορφή του.