τετράπλευρος: Difference between revisions
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.
(1b) |
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, -ο / [[τετράπλευρος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τέσσερεις]] πλευρές («[[τετράπλευρος]] [[κίων]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=η, -ο / [[τετράπλευρος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τέσσερεις]] πλευρές («[[τετράπλευρος]] [[κίων]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[τετράπλευρο]](<i>ν</i>)<br />[[πολύγωνο]] που έχει [[τέσσερεις]] πλευρές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «πλήρες [[τετράπλευρο]]»<br /><b>μαθημ.</b> το [[σχήμα]] που ορίζεται από [[τέσσερεις]] συνεπίπεδες ευθείες και από τα έξι [[σημεία]] στα οποία τέμνονται αυτές ανά δύο και ονομάζονται κορυφές<br />β) «κορυφές του τετραπλεύρου»<br /><b>μαθημ.</b> τα έξι [[σημεία]] στα οποία τέμνονται ανά δύο οι πλευρές του τετραπλεύρου<br />γ) «[[τετράπλευρο]] [[λόβιο]]»<br /><b>ανατ.</b> [[λόβιο]] του βρεγματικού λοβού του εγκεφάλου [[κατά]] την άνω [[μοίρα]] του το οποίο αποτελεί το [[κέντρο]] της μυϊκής αίσθησης<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που προσβλέπει [[προς]] [[τέσσερεις]] κατευθύνσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλευρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἑξά</i>-<i>πλευρος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 12:25, 14 January 2019
English (LSJ)
ον,
A four-sided, σχῆμα Str.5.1.2; κίων AP9.682; σῶμα Gal.8.894; facing four ways, τάγμα Ael. Tact.36.4, cf. Ascl.Tact.11.6, Arr.Tact.28.4: τετράπλευρον, τό, figure with four sides, Arist.Mech.848b20, Pr.911b3, Apollod.Poliorc.165.16; part of Sagittarius, Ptol.Tetr.25.
German (Pape)
[Seite 1098] mit vier Seiten, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τετράπλευρος: [ᾰ], -ον, ἔχων τέσσαρας πλευράς, σχῆμα Στράβ. 210˙ κίων Ἀνθ. Π. 9. 682˙ - τετράπλευρον, τό, σχῆμα ἔχον τέσσαρας πλευράς, Ἀριστ. Μηχ. 1, 4, Προβλ. 15. 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a quatre côtés ; τὸ τετράπλευρον figure à quatre côtés.
Étymologie: τέσσαρες, πλευρά.
Greek Monolingual
η, -ο / τετράπλευρος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που έχει τέσσερεις πλευρές («τετράπλευρος κίων», Ανθ. Παλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το τετράπλευρο(ν)
πολύγωνο που έχει τέσσερεις πλευρές
νεοελλ.
φρ. α) «πλήρες τετράπλευρο»
μαθημ. το σχήμα που ορίζεται από τέσσερεις συνεπίπεδες ευθείες και από τα έξι σημεία στα οποία τέμνονται αυτές ανά δύο και ονομάζονται κορυφές
β) «κορυφές του τετραπλεύρου»
μαθημ. τα έξι σημεία στα οποία τέμνονται ανά δύο οι πλευρές του τετραπλεύρου
γ) «τετράπλευρο λόβιο»
ανατ. λόβιο του βρεγματικού λοβού του εγκεφάλου κατά την άνω μοίρα του το οποίο αποτελεί το κέντρο της μυϊκής αίσθησης
αρχ.
αυτός που προσβλέπει προς τέσσερεις κατευθύνσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. ἑξά-πλευρος].
Greek Monotonic
τετράπλευρος: [ᾰ], -ον (πλευρόν), αυτός που έχει τέσσερις πλευρές, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
τετράπλευρος: четырехгранный (κίων Anth.).