γυναίκα: Difference between revisions

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
(8)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[γυνή]], Μ και [[γυναίκα]])<br /><b>1.</b> το θηλυκό [[φύλο]] του ανθρώπου<br /><b>2.</b> αυτή που έχει ήδη αναπτυχθεί σωματικά [[μετά]] την [[εφηβεία]]<br /><b>3.</b> [[σύζυγος]]<br /><b>4.</b> ερωμένη, [[παλλακίδα]]<br /><b>5.</b> [[υπηρέτρια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για άντρα) α) [[δειλός]]<br />β) [[θηλυπρεπής]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[γυναίκα]] του δρόμου, του βιολιού, του γλυκού νερού» — ανήθικη<br />β) «[[κακιά]] [[γυναίκα]]» — [[πόρνη]] ή δύστροπη<br />γ) «πυρ, [[γυνή]] και [[θάλασσα]]» — η [[γυναίκα]] [[είναι]] τόσο επικίνδυνη όσο η [[φωτιά]] και η [[θάλασσα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στην κλητ., [[προσφώνηση]] σεβασμού) <i>γύναι</i><br />[[κυρία]]<br /><b>2.</b> θνητή [[γυναίκα]] σε [[αντίθεση]] με τις θεές<br /><b>3.</b> (για ζώα) <b>κωμ.</b> το θηλυκό, το [[ταίρι]] του αρσενικού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Προέρχεται από IE <i>g</i><sup>w</sup><i>en</i><i>ā</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> βοιωτ. <i>bav</i><i>ā</i>) με [[τροπή]] του -<i>e</i>- σε -<i>u</i>- (-<i>u</i>·) από αφομοιωτική [[επίδραση]] του χειλοϋπερωικού. Σχετικά με το [[θέμα]] <i>γυναικ</i>- υποστηρίχτηκε ότι αποτελεί παρεκτεταμένη σε -<i>κ</i>- [[μορφή]] του θέματος της κλητικής <i>γυναι</i>- (όπου το -<i>ι</i>- [[είναι]] δεικτικό [[μόριο]]). Η [[άποψη]] σύμφωνα με την οποία ο [[επιθετικός]] τ. <i>γυναικός</i> αποτελεί τη [[βάση]] σχηματισμού της λ. δεν [[είναι]] ευρύτερα αποδεκτή. Αβάσιμη [[επίσης]] θεωρείται η [[υπόθεση]] αναγωγής του ρ. [[μνώμαι]] «[[ζητώ]] [[γυναίκα]] σε γάμο, [[μνηστεύω]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>βνάομαι</i>) στο [[γυνή]]. Μορφολογικά ο τ. [[γυναίκα]] αποτελεί [[προϊόν]] αναλογικού μεταπλασμού από τα πρωτόκλιτα θηλυκά σε -<i>α</i> (η [[γυναίκα]] || η [[ημέρα]]). Τα [[γυνή]], [[γυναίκα]] ως α' συνθετικά έδωσαν [[λαβή]] στον σχηματισμό αξιόλογου αριθμού συνθέτων με τη [[μορφή]] <i>γυναικ</i>(<i>ο</i>)·, σπάνια δε <i>γυν</i>-, <i>γυναι</i>-. Ως β' συνθετικά απαντούν με τις μορφές -<i>γύνης</i>, -[[γύναιος]], -<i>γύναιξ</i>, -<i>γυνος</i>, -[[γυναίκα]], -<i>γύναικο</i>, μία [[φορά]] δε ως -<i>γυναικός</i>. Η λ. [[γυνή]] συνδέεται με αρκετούς παράλληλους σημασιολογικά και ετυμολογικά τύπους διαφόρων ΙΕ γλωσσών (<b>[[πρβλ]].</b> γοτθ. <i>qino</i>, αρχ. ιρλ. <i>ben</i> «[[γυναίκα]]», αρχ. σλαβ. <i>žena</i>, αρχ. περσ. <i>genna</i>, τοχαρ. Α' <i>śam</i> αρχ. ινδ. <i>gn</i><i>ā</i> «[[γυναίκα]], θεά», αβεστ. <i>gən</i><i>ā</i> «[[γυναίκα]]», αρχ. ιρλ. <i>ban</i>-, γοτθ. <i>q</i><i>ē</i><i>ns</i> <b>κ.ά.</b>). Επίσης το <i>γυναι</i>- συσχετίστηκε με το αρμ. <i>kanayk’</i> (ονομ. πληθ.) ενώ η [[σύνδεση]] με το μεσσαπ. <i>gunakhai</i> «γυναικί», αρχ. φρυγ. <i>bonok</i>, με σκοπό την [[ερμηνεία]] του -<i>κ</i>-, δεν θεωρείται [[ασφαλής]]. Σημασιολογικώς η [[λέξη]] [[γυναίκα]] στην Ελληνική και σε πολλές άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες αποτελεί κοινό όρο δηλωτικό τόσο «του θηλυκού φύλου» όσο και «της συζύγου», με σημασιολογικές αποχρώσεις ή εξελίξεις εξαρτώμενες από τις κοινωνικές τάξεις, τις χρονικές περιόδους ή τις γλώσσες. Συγκεκριμένα στην Ελληνική η λ. [[γυνή]] ήδη από τον Όμηρο σήμαινε «το θηλυκό [[φύλο]] (του ανθρώπου)», «την [[παλλακίδα]]», [[καθώς]] και «την παντρεμένη [[γυναίκα]], τη σύζυγο» κατ' [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[εταίρα]] και παράλληλα [[προς]] τις ποιητικές λέξεις [[άλοχος]] («[[σύζυγος]]» [[αλλά]] και «ερωμένη») και [[δάμαρ]] «[[σύζυγος]]». Από τις άλλες ινδοευρ. γλώσσες αναφέρονται ενδεικτικά το αγγλ. <i>wife</i> «[[γυναίκα]], [[σύζυγος]]», συνθ. <i>wĩfman</i> «[[γυναίκα]]» &GT; (νεώτ. αγγλ.) <i>woman</i>, που σημασιολογικά υποκατέστησε το <i>w</i><i>ī</i><i>fe</i> στην ευρύτερη του [[έννοια]]<br />νέο άνω γερμ. <i>Weib</i> «[[γυναίκα]], [[σύζυγος]]», πολύ [[συχνά]] με μειωτική [[σημασία]] που αντικαταστάθηκε από το <i>Frau</i><br />γαλλ. <i>femme</i> «[[γυναίκα]], [[σύζυγος]]» — ιταλ. <i>donna</i>, αρχικά «[[οικοδέσποινα]], [[κυρία]]», κατέληξε να σημαίνει γενικότερα «[[γυναίκα]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[γυναικείος]], [[γυναικίζω]], [[γυναικώδης]], [[γυναικώνας]](AM -<i>ών</i>), [[γυναικωνίτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[γυναικικός]], [[γυναικούμαι]], [[γύναιος]], [[γύννις]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[γυναικάριον]], [[γυναικίας]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[γυναικίτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γυναικάκι]], [[γυναικάκιας]], [[γυναικάρα]], [[γυναίκαρος]], [[γυναικάς]], [[γυναικήσιος]], [[γυναικιάρης]], <i>γυναικίστικος</i>, [[γυναικίτσα]], [[γυναικότητα]] και <i>γυναικότη</i>, [[γυναικούλα]], [[γυναικούλης]] και <i>γυναικούλιας</i>, <i>γυναικωτός</i>, [[γυναιτίκι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[γυναικάδελφος]], [[γυναικόδουλος]], [[γυναικοκρατία]] (Α και [[γυναικοκράτεια]]), [[γυναικοκρατούμαι]], [[γυναικοκτόνος]], [[γυναικομανής]], [[γυναικομανία]], [[γυναικόμαστος]] (Α [[γυναικόμασθος]]), [[γυναικόμορφος]], [[γυναικοπρεπής]], [[γυναικόφωνος]], [[γυναικόψυχος]], [[γύνανδρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[γυναικάνηρ]], [[γυναικόδουλος]], [[γυναικογήρυτος]], [[γυναικοήθης]], [[γυναικοθοίνας]], [[γυναικόκλωψ]], [[γυναικοκρασία]], <i>γνναικονόμος</i>, <i>γυναικοπαθής</i>, [[γυναικοπληθής]], [[γυναικόποινος]], [[γυναικοτραφής]], [[γυναικοφίλης]], [[γυναικόφρων]], [[γυναικοφυής]], [[γυναιμανής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[γυναικόθυμος]], [[γυναικόμιμος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[γυναικοειδής]], [[γυναικολύπως]], [[γυναικοπάτωρ]], [[γυναικοπίπης]], [[γυναικοπρόσωπος]] <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[γυναικόπαιδα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γυναικάρεσκος]], [[γυναικοδουλεία]], [[γυναικοδουλειά]], [[γυναικοθέμι]], <i>γυναικοθήρας</i>, <i>γυναικοκαυγάς</i>, [[γυναικόκοσμος]], [[γυναικοκουβέντα]], [[γυναικολάτρης]], [[γυναικολάσι]], <i>γυναικολό</i>(<i>γ</i>)<i>ι</i>, [[γυναικολογία]], [[γυναικολογώ]], [[γυναικομάζωμα]], [[γυναικομάνι]], [[γυναικομαστία]], [[γυναικομίσητος]], [[γυναικομοιράδια]], [[γυναικομοίρι]], [[γυναικοπάθεια]], [[γυναικόπονος]], [[γυναικόσογο]], [[γυναικοσόι]], [[γυναικοφέρνω]], <i>γυναικοφίλητος</i>, [[γυναικόφιλος]], <i>γυναικοφοδία</i>, [[γυναικοφύλακας]], [[γυναικωνυμικό]], [[γυνανδρόμορφος]]. (Β' συνθετικό, -<i>γύνης</i>) <i>ανδρόγυνης</i>, [[μισογύνης]], [[φιλογύνης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αγύνης]], [[νεογύνης]], [[πολυγύνης]]. (Β' συνθετικό, -<i>γύναιξ</i>) <b>αρχ.</b> [[αγύναιξ]], [[ημιγύναιξ]], [[καλλιγύναιξ]], <i>ορσιγύναιξ</i>, [[πρωτογύναικες]], [[φιλογύναιξ]]. (Β συνθετικό, -[[γύναιος]]) <b>αρχ.</b> [[αγύναιος]], [[ημιγύναιος]], [[κακογύναιος]], [[καταγύναιος]], [[μισογύναιος]], [[πολυγύναιος]], [[φιλογύναιος]]. (Β' συνθετικό, -<i>γυνος</i>) <b>αρχ.</b> [[άγυνος]], [[ανδρόγυνος]], [[κατάγυνος]], [[μισόγυνος]], [[φιλόγυνος]]. (Β' συνθετικό, -<i>γυναικός</i>, -<i>γύναικο</i>) <b>αρχ.</b> [[αγύναικος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αγριογύναικο</i>, <i>ασκημογύναικο</i>, <i>βρομογύναικο</i>, <i>κακογύναικο</i>, <i>κουτογύναικο</i>, <i>παλιογύναικο</i>, <i>σαχλογύναικο</i>. (Β' συνθετικό -[[γυναίκα]]) <b>νεοελλ.</b> [[αγριογυναίκα]], [[ανδρογυναίκα]] και [[αντρογυναίκα]], [[αρχοντογυναίκα]], <i>ασκημογυναίκα</i>, [[αφεντογυναίκα]], <i>διαβολογυναίκα</i>, <i>κουδαρντογυναίκα</i>, <i>λεοεντογυναίκα</i>, [[μεγαλογυναίκα]], <i>ομορφογυναίκα</i>, [[παλιογυναίκα]], [[χοντρογυναίκα]], [[φτωχογυναίκα]]].
|mltxt=η (AM [[γυνή]], Μ και [[γυναίκα]])<br /><b>1.</b> το θηλυκό [[φύλο]] του ανθρώπου<br /><b>2.</b> αυτή που έχει ήδη αναπτυχθεί σωματικά [[μετά]] την [[εφηβεία]]<br /><b>3.</b> [[σύζυγος]]<br /><b>4.</b> ερωμένη, [[παλλακίδα]]<br /><b>5.</b> [[υπηρέτρια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για άντρα) α) [[δειλός]]<br />β) [[θηλυπρεπής]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[γυναίκα]] του δρόμου, του βιολιού, του γλυκού νερού» — ανήθικη<br />β) «[[κακιά]] [[γυναίκα]]» — [[πόρνη]] ή δύστροπη<br />γ) «πυρ, [[γυνή]] και [[θάλασσα]]» — η [[γυναίκα]] [[είναι]] τόσο επικίνδυνη όσο η [[φωτιά]] και η [[θάλασσα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στην κλητ., [[προσφώνηση]] σεβασμού) <i>γύναι</i><br />[[κυρία]]<br /><b>2.</b> θνητή [[γυναίκα]] σε [[αντίθεση]] με τις θεές<br /><b>3.</b> (για ζώα) <b>κωμ.</b> το θηλυκό, το [[ταίρι]] του αρσενικού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Προέρχεται από IE <i>g</i><sup>w</sup><i>en</i><i>ā</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> βοιωτ. <i>bav</i><i>ā</i>) με [[τροπή]] του -<i>e</i>- σε -<i>u</i>- (-<i>u</i>·) από αφομοιωτική [[επίδραση]] του χειλοϋπερωικού. Σχετικά με το [[θέμα]] <i>γυναικ</i>- υποστηρίχτηκε ότι αποτελεί παρεκτεταμένη σε -<i>κ</i>- [[μορφή]] του θέματος της κλητικής <i>γυναι</i>- (όπου το -<i>ι</i>- [[είναι]] δεικτικό [[μόριο]]). Η [[άποψη]] σύμφωνα με την οποία ο [[επιθετικός]] τ. <i>γυναικός</i> αποτελεί τη [[βάση]] σχηματισμού της λ. δεν [[είναι]] ευρύτερα αποδεκτή. Αβάσιμη [[επίσης]] θεωρείται η [[υπόθεση]] αναγωγής του ρ. [[μνώμαι]] «[[ζητώ]] [[γυναίκα]] σε γάμο, [[μνηστεύω]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>βνάομαι</i>) στο [[γυνή]]. Μορφολογικά ο τ. [[γυναίκα]] αποτελεί [[προϊόν]] αναλογικού μεταπλασμού από τα πρωτόκλιτα θηλυκά σε -<i>α</i> (η [[γυναίκα]] || η [[ημέρα]]). Τα [[γυνή]], [[γυναίκα]] ως α' συνθετικά έδωσαν [[λαβή]] στον σχηματισμό αξιόλογου αριθμού συνθέτων με τη [[μορφή]] <i>γυναικ</i>(<i>ο</i>)·, σπάνια δε <i>γυν</i>-, <i>γυναι</i>-. Ως β' συνθετικά απαντούν με τις μορφές -<i>γύνης</i>, -[[γύναιος]], -<i>γύναιξ</i>, -<i>γυνος</i>, -[[γυναίκα]], -<i>γύναικο</i>, μία [[φορά]] δε ως -<i>γυναικός</i>. Η λ. [[γυνή]] συνδέεται με αρκετούς παράλληλους σημασιολογικά και ετυμολογικά τύπους διαφόρων ΙΕ γλωσσών (<b>[[πρβλ]].</b> γοτθ. <i>qino</i>, αρχ. ιρλ. <i>ben</i> «[[γυναίκα]]», αρχ. σλαβ. <i>žena</i>, αρχ. περσ. <i>genna</i>, τοχαρ. Α' <i>śam</i> αρχ. ινδ. <i>gn</i><i>ā</i> «[[γυναίκα]], θεά», αβεστ. <i>gən</i><i>ā</i> «[[γυναίκα]]», αρχ. ιρλ. <i>ban</i>-, γοτθ. <i>q</i><i>ē</i><i>ns</i> <b>κ.ά.</b>). Επίσης το <i>γυναι</i>- συσχετίστηκε με το αρμ. <i>kanayk’</i> (ονομ. πληθ.) ενώ η [[σύνδεση]] με το μεσσαπ. <i>gunakhai</i> «γυναικί», αρχ. φρυγ. <i>bonok</i>, με σκοπό την [[ερμηνεία]] του -<i>κ</i>-, δεν θεωρείται [[ασφαλής]]. Σημασιολογικώς η [[λέξη]] [[γυναίκα]] στην Ελληνική και σε πολλές άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες αποτελεί κοινό όρο δηλωτικό τόσο «του θηλυκού φύλου» όσο και «της συζύγου», με σημασιολογικές αποχρώσεις ή εξελίξεις εξαρτώμενες από τις κοινωνικές τάξεις, τις χρονικές περιόδους ή τις γλώσσες. Συγκεκριμένα στην Ελληνική η λ. [[γυνή]] ήδη από τον Όμηρο σήμαινε «το θηλυκό [[φύλο]] (του ανθρώπου)», «την [[παλλακίδα]]», [[καθώς]] και «την παντρεμένη [[γυναίκα]], τη σύζυγο» κατ' [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[εταίρα]] και παράλληλα [[προς]] τις ποιητικές λέξεις [[άλοχος]] («[[σύζυγος]]» [[αλλά]] και «ερωμένη») και [[δάμαρ]] «[[σύζυγος]]». Από τις άλλες ινδοευρ. γλώσσες αναφέρονται ενδεικτικά το αγγλ. <i>wife</i> «[[γυναίκα]], [[σύζυγος]]», συνθ. <i>wĩfman</i> «[[γυναίκα]]» > (νεώτ. αγγλ.) <i>woman</i>, που σημασιολογικά υποκατέστησε το <i>w</i><i>ī</i><i>fe</i> στην ευρύτερη του [[έννοια]]<br />νέο άνω γερμ. <i>Weib</i> «[[γυναίκα]], [[σύζυγος]]», πολύ [[συχνά]] με μειωτική [[σημασία]] που αντικαταστάθηκε από το <i>Frau</i><br />γαλλ. <i>femme</i> «[[γυναίκα]], [[σύζυγος]]» — ιταλ. <i>donna</i>, αρχικά «[[οικοδέσποινα]], [[κυρία]]», κατέληξε να σημαίνει γενικότερα «[[γυναίκα]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[γυναικείος]], [[γυναικίζω]], [[γυναικώδης]], [[γυναικώνας]](AM -<i>ών</i>), [[γυναικωνίτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[γυναικικός]], [[γυναικούμαι]], [[γύναιος]], [[γύννις]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[γυναικάριον]], [[γυναικίας]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[γυναικίτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γυναικάκι]], [[γυναικάκιας]], [[γυναικάρα]], [[γυναίκαρος]], [[γυναικάς]], [[γυναικήσιος]], [[γυναικιάρης]], <i>γυναικίστικος</i>, [[γυναικίτσα]], [[γυναικότητα]] και <i>γυναικότη</i>, [[γυναικούλα]], [[γυναικούλης]] και <i>γυναικούλιας</i>, <i>γυναικωτός</i>, [[γυναιτίκι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[γυναικάδελφος]], [[γυναικόδουλος]], [[γυναικοκρατία]] (Α και [[γυναικοκράτεια]]), [[γυναικοκρατούμαι]], [[γυναικοκτόνος]], [[γυναικομανής]], [[γυναικομανία]], [[γυναικόμαστος]] (Α [[γυναικόμασθος]]), [[γυναικόμορφος]], [[γυναικοπρεπής]], [[γυναικόφωνος]], [[γυναικόψυχος]], [[γύνανδρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[γυναικάνηρ]], [[γυναικόδουλος]], [[γυναικογήρυτος]], [[γυναικοήθης]], [[γυναικοθοίνας]], [[γυναικόκλωψ]], [[γυναικοκρασία]], <i>γνναικονόμος</i>, <i>γυναικοπαθής</i>, [[γυναικοπληθής]], [[γυναικόποινος]], [[γυναικοτραφής]], [[γυναικοφίλης]], [[γυναικόφρων]], [[γυναικοφυής]], [[γυναιμανής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[γυναικόθυμος]], [[γυναικόμιμος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[γυναικοειδής]], [[γυναικολύπως]], [[γυναικοπάτωρ]], [[γυναικοπίπης]], [[γυναικοπρόσωπος]] <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[γυναικόπαιδα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γυναικάρεσκος]], [[γυναικοδουλεία]], [[γυναικοδουλειά]], [[γυναικοθέμι]], <i>γυναικοθήρας</i>, <i>γυναικοκαυγάς</i>, [[γυναικόκοσμος]], [[γυναικοκουβέντα]], [[γυναικολάτρης]], [[γυναικολάσι]], <i>γυναικολό</i>(<i>γ</i>)<i>ι</i>, [[γυναικολογία]], [[γυναικολογώ]], [[γυναικομάζωμα]], [[γυναικομάνι]], [[γυναικομαστία]], [[γυναικομίσητος]], [[γυναικομοιράδια]], [[γυναικομοίρι]], [[γυναικοπάθεια]], [[γυναικόπονος]], [[γυναικόσογο]], [[γυναικοσόι]], [[γυναικοφέρνω]], <i>γυναικοφίλητος</i>, [[γυναικόφιλος]], <i>γυναικοφοδία</i>, [[γυναικοφύλακας]], [[γυναικωνυμικό]], [[γυνανδρόμορφος]]. (Β' συνθετικό, -<i>γύνης</i>) <i>ανδρόγυνης</i>, [[μισογύνης]], [[φιλογύνης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αγύνης]], [[νεογύνης]], [[πολυγύνης]]. (Β' συνθετικό, -<i>γύναιξ</i>) <b>αρχ.</b> [[αγύναιξ]], [[ημιγύναιξ]], [[καλλιγύναιξ]], <i>ορσιγύναιξ</i>, [[πρωτογύναικες]], [[φιλογύναιξ]]. (Β συνθετικό, -[[γύναιος]]) <b>αρχ.</b> [[αγύναιος]], [[ημιγύναιος]], [[κακογύναιος]], [[καταγύναιος]], [[μισογύναιος]], [[πολυγύναιος]], [[φιλογύναιος]]. (Β' συνθετικό, -<i>γυνος</i>) <b>αρχ.</b> [[άγυνος]], [[ανδρόγυνος]], [[κατάγυνος]], [[μισόγυνος]], [[φιλόγυνος]]. (Β' συνθετικό, -<i>γυναικός</i>, -<i>γύναικο</i>) <b>αρχ.</b> [[αγύναικος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αγριογύναικο</i>, <i>ασκημογύναικο</i>, <i>βρομογύναικο</i>, <i>κακογύναικο</i>, <i>κουτογύναικο</i>, <i>παλιογύναικο</i>, <i>σαχλογύναικο</i>. (Β' συνθετικό -[[γυναίκα]]) <b>νεοελλ.</b> [[αγριογυναίκα]], [[ανδρογυναίκα]] και [[αντρογυναίκα]], [[αρχοντογυναίκα]], <i>ασκημογυναίκα</i>, [[αφεντογυναίκα]], <i>διαβολογυναίκα</i>, <i>κουδαρντογυναίκα</i>, <i>λεοεντογυναίκα</i>, [[μεγαλογυναίκα]], <i>ομορφογυναίκα</i>, [[παλιογυναίκα]], [[χοντρογυναίκα]], [[φτωχογυναίκα]]].
}}
}}

Revision as of 15:15, 15 January 2019

Greek Monolingual

η (AM γυνή, Μ και γυναίκα)
1. το θηλυκό φύλο του ανθρώπου
2. αυτή που έχει ήδη αναπτυχθεί σωματικά μετά την εφηβεία
3. σύζυγος
4. ερωμένη, παλλακίδα
5. υπηρέτρια
νεοελλ.
1. (για άντρα) α) δειλός
β) θηλυπρεπής
2. φρ. α) «γυναίκα του δρόμου, του βιολιού, του γλυκού νερού» — ανήθικη
β) «κακιά γυναίκα» — πόρνη ή δύστροπη
γ) «πυρ, γυνή και θάλασσα» — η γυναίκα είναι τόσο επικίνδυνη όσο η φωτιά και η θάλασσα
αρχ.
1. (στην κλητ., προσφώνηση σεβασμού) γύναι
κυρία
2. θνητή γυναίκα σε αντίθεση με τις θεές
3. (για ζώα) κωμ. το θηλυκό, το ταίρι του αρσενικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται από IE gwenā- (πρβλ. βοιωτ. bavā) με τροπή του -e- σε -u- (-u·) από αφομοιωτική επίδραση του χειλοϋπερωικού. Σχετικά με το θέμα γυναικ- υποστηρίχτηκε ότι αποτελεί παρεκτεταμένη σε -κ- μορφή του θέματος της κλητικής γυναι- (όπου το -ι- είναι δεικτικό μόριο). Η άποψη σύμφωνα με την οποία ο επιθετικός τ. γυναικός αποτελεί τη βάση σχηματισμού της λ. δεν είναι ευρύτερα αποδεκτή. Αβάσιμη επίσης θεωρείται η υπόθεση αναγωγής του ρ. μνώμαι «ζητώ γυναίκα σε γάμο, μνηστεύω» (< βνάομαι) στο γυνή. Μορφολογικά ο τ. γυναίκα αποτελεί προϊόν αναλογικού μεταπλασμού από τα πρωτόκλιτα θηλυκά σε -αγυναίκα