Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἁρμή: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(6)
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[άλμη]], η<br />[[διάλυμα]] νερού με [[αλάτι]], η [[σαλαμούρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[άρμη]] <span style="color: red;"><</span> [[άλμη]], με φωνητική [[τροπή]] του -<i>λ</i>- προ συμφώνου στο αντίστοιχο [[υγρό]] -<i>ρ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[ελπίδα]] <span style="color: red;"><</span> <i>ερπίδα</i>, <i>αλμέγω</i> &GT; [[αρμέγω]], [[αδελφός]] <span style="color: red;"><</span> <i>αδερφός</i>)].
|mltxt=και [[άλμη]], η<br />[[διάλυμα]] νερού με [[αλάτι]], η [[σαλαμούρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[άρμη]] <span style="color: red;"><</span> [[άλμη]], με φωνητική [[τροπή]] του -<i>λ</i>- προ συμφώνου στο αντίστοιχο [[υγρό]] -<i>ρ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[ελπίδα]] <span style="color: red;"><</span> <i>ερπίδα</i>, <i>αλμέγω</i> > [[αρμέγω]], [[αδελφός]] <span style="color: red;"><</span> <i>αδερφός</i>)].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἁρμή]] και ἅρμη, η (Α)<br /><b>1.</b> [[προσαρμογή]], [[ένωση]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[άρμα]] Ι)<br /><b>2.</b> η [[ραφή]] τραύματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται στη ρ. <i>ar</i>- «[[συνάπτω]], [[συναρμόζω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αραρίσκω]]). Η [[δασύτητα]] της λ. ερμηνεύεται όπως και στη λ. [[άρμα]]].
|mltxt=[[ἁρμή]] και ἅρμη, η (Α)<br /><b>1.</b> [[προσαρμογή]], [[ένωση]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[άρμα]] Ι)<br /><b>2.</b> η [[ραφή]] τραύματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται στη ρ. <i>ar</i>- «[[συνάπτω]], [[συναρμόζω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αραρίσκω]]). Η [[δασύτητα]] της λ. ερμηνεύεται όπως και στη λ. [[άρμα]]].
}}
}}

Revision as of 15:25, 15 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁρμή Medium diacritics: ἁρμή Low diacritics: αρμή Capitals: ΑΡΜΗ
Transliteration A: harmḗ Transliteration B: harmē Transliteration C: armi Beta Code: a(rmh/

English (LSJ)

ἡ, (ἀραρίσκω)

   A junction, Chrysipp.Stoic.2.154 (prob. for ὁρμήν); fitting together, of shields, Q.S.11.361; suture of a wound, Hp. ap.Erot.; of the skull-bones, Id. ap. Gal.19.86.

German (Pape)

[Seite 355] ἡ, Vereinigung, Qu. Sm. 11, 361; VLL.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
union, Q.Sm. 11.361.
Étymologie: R. Σαρ d’où Ἁρ, lier, unir ; cf. εἵρω ; v. ἁρμός.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ

• Alolema(s): ἄρμη Hp. en Erot.21.20, Gal.19.86, Hsch.
1 unión τὰς ... μίξεις γίνεσθαι ... καθ' ἁρμήν Chrysipp.Stoic.2.154.
2 medic. sutura, cicatriz ἄρμη· πᾶσα σύνοδος τραυμάτων Hp. en Erot.l.c., cf. Hsch., ἅρμης· τῆς ἐν τῇ κεφαλῇ ῥαφῆς Gal.l.c.
3 choque de escudos, Q.S.11.361 (var.).

Greek Monolingual

και άλμη, η
διάλυμα νερού με αλάτι, η σαλαμούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. άρμη < άλμη, με φωνητική τροπή του -λ- προ συμφώνου στο αντίστοιχο υγρό -ρ- (πρβλ. ελπίδα < ερπίδα, αλμέγω > αρμέγω, αδελφός < αδερφός)].

Greek Monolingual

ἁρμή και ἅρμη, η (Α)
1. προσαρμογή, ένωση (πρβλ. άρμα Ι)
2. η ραφή τραύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη ρ. ar- «συνάπτω, συναρμόζω (πρβλ. αραρίσκω). Η δασύτητα της λ. ερμηνεύεται όπως και στη λ. άρμα].