αιωρώ: Difference between revisions

From LSJ

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180
(2)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-έω) (Α αἰωρῶ) (Ν [[συνήθως]] στη [[μέση]] [[φωνή]])<br />Ι. <b>ενεργ.</b> [[υψώνω]] και [[κρατώ]] στον αέρα, [[κρατώ]] ή [[κινώ]] [[κάτι]] [[μετέωρο]], [[μετεωρίζω]]<br />ΙΙ. <b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[μετέωρος]], [[κρέμομαι]] στον αέρα, ταλαντεύομαι<br /><b>2.</b> [[πετώ]], περιφέρομαι, [[κυκλοφορώ]], πλανιέμαι<br /><b>3.</b> (για τα πτηνά) μετεωρίζομαι, [[ακινητώ]] στον αέρα, «ζυγίζομαι»<br /><b>νεοελλ.</b><br />«[[κάνω]] [[κούνια]]», «κουνιέμαι»<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. <b>ενεργ.</b> 1, [[ταλαντεύω]], [[κουνώ]], [[σείω]] σαν σε [[αιώρα]]<br /><b>2.</b> [[κρεμώ]], [[εξαρτώ]]<br /><b>3.</b> [[αναπτερώνω]] το ηθικό κάποιου<br />ΙΙ. <b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> δονούμαι, πάλλομαι στον αέρα<br /><b>2.</b> εξαρτώμαι, [[κρέμομαι]]<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[μετέωρος]], [[αμφιταλαντεύομαι]], βρίσκομαι σε [[αβεβαιότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Fαι</i>-<i>Fωρ</i>-<i>έω</i>, με εκτεταμένη [[βαθμίδα]] <i>Fωρ</i>- του θέματος <i>Fερ</i>- (<i>α</i>-<i>Fερ</i>-<i>jω</i> &GT; [[ἀείρω]], <b>βλ. λ.</b>) και τον λεγόμενο «εκφραστικό αναδιπλασιασμό» (<i>Fαι</i>-).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αιώρα]], [[αιώρημα]], [[αιώρηση]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>συναιωροῦμαι</i>, <i>υπεραιωρῶ</i>].
|mltxt=(-έω) (Α αἰωρῶ) (Ν [[συνήθως]] στη [[μέση]] [[φωνή]])<br />Ι. <b>ενεργ.</b> [[υψώνω]] και [[κρατώ]] στον αέρα, [[κρατώ]] ή [[κινώ]] [[κάτι]] [[μετέωρο]], [[μετεωρίζω]]<br />ΙΙ. <b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[μετέωρος]], [[κρέμομαι]] στον αέρα, ταλαντεύομαι<br /><b>2.</b> [[πετώ]], περιφέρομαι, [[κυκλοφορώ]], πλανιέμαι<br /><b>3.</b> (για τα πτηνά) μετεωρίζομαι, [[ακινητώ]] στον αέρα, «ζυγίζομαι»<br /><b>νεοελλ.</b><br />«[[κάνω]] [[κούνια]]», «κουνιέμαι»<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. <b>ενεργ.</b> 1, [[ταλαντεύω]], [[κουνώ]], [[σείω]] σαν σε [[αιώρα]]<br /><b>2.</b> [[κρεμώ]], [[εξαρτώ]]<br /><b>3.</b> [[αναπτερώνω]] το ηθικό κάποιου<br />ΙΙ. <b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> δονούμαι, πάλλομαι στον αέρα<br /><b>2.</b> εξαρτώμαι, [[κρέμομαι]]<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[μετέωρος]], [[αμφιταλαντεύομαι]], βρίσκομαι σε [[αβεβαιότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Fαι</i>-<i>Fωρ</i>-<i>έω</i>, με εκτεταμένη [[βαθμίδα]] <i>Fωρ</i>- του θέματος <i>Fερ</i>- (<i>α</i>-<i>Fερ</i>-<i>jω</i> > [[ἀείρω]], <b>βλ. λ.</b>) και τον λεγόμενο «εκφραστικό αναδιπλασιασμό» (<i>Fαι</i>-).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αιώρα]], [[αιώρημα]], [[αιώρηση]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>συναιωροῦμαι</i>, <i>υπεραιωρῶ</i>].
}}
}}

Revision as of 15:27, 15 January 2019

Greek Monolingual

(-έω) (Α αἰωρῶ) (Ν συνήθως στη μέση φωνή)
Ι. ενεργ. υψώνω και κρατώ στον αέρα, κρατώ ή κινώ κάτι μετέωρο, μετεωρίζω
ΙΙ. μέσ.
1. είμαι μετέωρος, κρέμομαι στον αέρα, ταλαντεύομαι
2. πετώ, περιφέρομαι, κυκλοφορώ, πλανιέμαι
3. (για τα πτηνά) μετεωρίζομαι, ακινητώ στον αέρα, «ζυγίζομαι»
νεοελλ.
«κάνω κούνια», «κουνιέμαι»
αρχ.
Ι. ενεργ. 1, ταλαντεύω, κουνώ, σείω σαν σε αιώρα
2. κρεμώ, εξαρτώ
3. αναπτερώνω το ηθικό κάποιου
ΙΙ. μέσ.
1. δονούμαι, πάλλομαι στον αέρα
2. εξαρτώμαι, κρέμομαι
3. είμαι μετέωρος, αμφιταλαντεύομαι, βρίσκομαι σε αβεβαιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Fαι-Fωρ-έω, με εκτεταμένη βαθμίδα Fωρ- του θέματος Fερ- (α-Fερ- > ἀείρω, βλ. λ.) και τον λεγόμενο «εκφραστικό αναδιπλασιασμό» (Fαι-).
ΠΑΡ. αιώρα, αιώρημα, αιώρηση.
ΣΥΝΘ. αρχ. συναιωροῦμαι, υπεραιωρῶ].