εκπονώ: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
(11)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-έω) (AM ἐκπονῶ)<br />[[δημιουργώ]] με κόπο (α. «[[εκπονώ]] [[μελέτη]]» β. «ὅπλα ἐκπεπονημένα εἰς κόσμον», <b>Ξεν.</b> Ελλ.<br />γ. «τὸ εὐπρεπὲς τοῡ λόγου ἐκπονήσας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευπρεπίζω]], [[στολίζω]]<br /><b>2.</b> [[διανύω]] [[απόσταση]] ή [[διάστημα]]<br /><b>3.</b> [[καλλιεργώ]]<br /><b>4.</b> [[εκπαιδεύω]], [[ανατρέφω]]<br /><b>5.</b> [[εκγυμνάζω]]<br /><b>6.</b> [[εκτελώ]], [[περατώνω]]<br /><b>7.</b> [[αποκτώ]] με κόπο<br /><b>8.</b> [[αναζητώ]], [[προσπαθώ]] να βρω<br /><b>9.</b> [[προσπαθώ]] να αποτρέψω<br /><b>10.</b> [[χωνεύω]]<br /><b>11.</b> υποβάλλομαι σε σκληρούς κόπους<br /><b>12.</b> [[καταβάλλω]], [[κατανικώ]].
|mltxt=(-έω) (AM ἐκπονῶ)<br />[[δημιουργώ]] με κόπο (α. «[[εκπονώ]] [[μελέτη]]» β. «ὅπλα ἐκπεπονημένα εἰς κόσμον», <b>Ξεν.</b> Ελλ.<br />γ. «τὸ εὐπρεπὲς τοῦ λόγου ἐκπονήσας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευπρεπίζω]], [[στολίζω]]<br /><b>2.</b> [[διανύω]] [[απόσταση]] ή [[διάστημα]]<br /><b>3.</b> [[καλλιεργώ]]<br /><b>4.</b> [[εκπαιδεύω]], [[ανατρέφω]]<br /><b>5.</b> [[εκγυμνάζω]]<br /><b>6.</b> [[εκτελώ]], [[περατώνω]]<br /><b>7.</b> [[αποκτώ]] με κόπο<br /><b>8.</b> [[αναζητώ]], [[προσπαθώ]] να βρω<br /><b>9.</b> [[προσπαθώ]] να αποτρέψω<br /><b>10.</b> [[χωνεύω]]<br /><b>11.</b> υποβάλλομαι σε σκληρούς κόπους<br /><b>12.</b> [[καταβάλλω]], [[κατανικώ]].
}}
}}

Latest revision as of 12:30, 15 February 2019

Greek Monolingual

(-έω) (AM ἐκπονῶ)
δημιουργώ με κόπο (α. «εκπονώ μελέτη» β. «ὅπλα ἐκπεπονημένα εἰς κόσμον», Ξεν. Ελλ.
γ. «τὸ εὐπρεπὲς τοῦ λόγου ἐκπονήσας», Θουκ.)
αρχ.
1. ευπρεπίζω, στολίζω
2. διανύω απόσταση ή διάστημα
3. καλλιεργώ
4. εκπαιδεύω, ανατρέφω
5. εκγυμνάζω
6. εκτελώ, περατώνω
7. αποκτώ με κόπο
8. αναζητώ, προσπαθώ να βρω
9. προσπαθώ να αποτρέψω
10. χωνεύω
11. υποβάλλομαι σε σκληρούς κόπους
12. καταβάλλω, κατανικώ.