προεπαγγέλλω: Difference between revisions

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
(nl)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ἐπαγγέλλω]]<br /><b>1.</b> [[προαναγγέλλω]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[επιδιώκω]] [[κάτι]] [[προηγουμένως]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> [[προεπαγγέλλομαι]]<br />[[υπόσχομαι]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων («ὃ προεπηγγείλατο διὰ τῶν προφητῶν», ΚΔ)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> δίνομαι εκ τών προτέρων ως [[υπόσχεση]] («ὡς οὖν τοῡτο τε προεπηγγέλλετο», Δίων Κάσα).
|mltxt=Α [[ἐπαγγέλλω]]<br /><b>1.</b> [[προαναγγέλλω]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[επιδιώκω]] [[κάτι]] [[προηγουμένως]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> [[προεπαγγέλλομαι]]<br />[[υπόσχομαι]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων («ὃ προεπηγγείλατο διὰ τῶν προφητῶν», ΚΔ)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> δίνομαι εκ τών προτέρων ως [[υπόσχεση]] («ὡς οὖν τοῦτο τε προεπηγγέλλετο», Δίων Κάσα).
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 12:55, 15 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεπαγγέλλω Medium diacritics: προεπαγγέλλω Low diacritics: προεπαγγέλλω Capitals: ΠΡΟΕΠΑΓΓΕΛΛΩ
Transliteration A: proepangéllō Transliteration B: proepangellō Transliteration C: proepaggello Beta Code: proepagge/llw

English (LSJ)

   A announce before, ὡς μαντευσόμενοι D.C.38.13; π. σφίσιν αὐτὸ τοῦθ' ὅπως . . Id.40.32:—Pass., εὐλογία -ηγγελμένη 2 Ep.Cor.9.5; τὰ -ηγγελμένα matters on which orders had been issued, Arr. An.6.27.1.    II canvass for an office before, D.C.39.31.    III Med., announce before, εὐαγγέλιον Ep.Rom.1.2:—Pass., to be promised before, D.C.42.32, 46.40.

German (Pape)

[Seite 721] vorher ankündigen, Sp., wie D. Cass. 40, 32 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

προεπαγγέλλω: προαγγέλλω, Δίων Κ. 38. 13· πρ. τινὶ ὅπως…, ὁ αὐτ. 40. 32. ΙΙ. προεπιδιώκω, προθηρεύω, ὁ αὐτ. 39. 31. ΙΙ. Μέσ., προϋπισχνοῦμαι, ὁ αὐτ. 42. 32., 46. 40, Καιν. Διαθ.

French (Bailly abrégé)

1 annoncer auparavant;
2 briguer auparavant;
Moy. προεπαγγέλλομαι m. sign.
Étymologie: πρό, ἐπαγγέλλω.

English (Thayer)

1st aorist middle προεπηγγειλαμην; perfect participle προεπηγγελμενος; to announce before (Dio Cassius); middle to promise before: τί, L T Tr WH in Arrian 6,27, 1); Dio Cassius, 42,32; 46,40).

Greek Monolingual

Α ἐπαγγέλλω
1. προαναγγέλλω κάτι
2. επιδιώκω κάτι προηγουμένως
3. μέσ. προεπαγγέλλομαι
υπόσχομαι κάτι εκ τών προτέρων («ὃ προεπηγγείλατο διὰ τῶν προφητῶν», ΚΔ)
4. παθ. δίνομαι εκ τών προτέρων ως υπόσχεση («ὡς οὖν τοῦτο τε προεπηγγέλλετο», Δίων Κάσα).

Russian (Dvoretsky)

προεπαγγέλλω: тж. med. ранее возвещать (διὰ τῶν προφητῶν NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-επαγγέλλω vooraf beloven.