προσζεύγνυμι: Difference between revisions
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
(34) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[συνάπτω]] στον [[ζυγό]], [[ενώνω]] με [[ζυγό]] [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («[[προσζεύγνυμι]] τὸ [[ἄροτρον]]», Πορφ.)<br /><b>2.</b> [[συνδέω]], [[συναρμόζω]] (α. «τή ὕλῃ τὸν τεχνίτην προσέζευξεν», <b>Πλούτ.</b><br />β. «ἡ τὸ [[πηδάλιον]] προσέζευκται», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> [[προσζεύγνυμαι]]<br />συνέχομαι, [[συνορεύω]] («ἡ | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[συνάπτω]] στον [[ζυγό]], [[ενώνω]] με [[ζυγό]] [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («[[προσζεύγνυμι]] τὸ [[ἄροτρον]]», Πορφ.)<br /><b>2.</b> [[συνδέω]], [[συναρμόζω]] (α. «τή ὕλῃ τὸν τεχνίτην προσέζευξεν», <b>Πλούτ.</b><br />β. «ἡ τὸ [[πηδάλιον]] προσέζευκται», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> [[προσζεύγνυμαι]]<br />συνέχομαι, [[συνορεύω]] («ἡ τοῦ βασιλέως αὐλὴ προσέζευκτο», <b>Ιώσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ζεύγνυμι]] «[[ενώνω]], [[συνάπτω]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 15 February 2019
English (LSJ)
A attach by a yoke, τὸ ἄροτρον Porph.Abst.2.30: metaph., τῇ ὕλῃ τὸν τεχνίτην προσέζευξεν Placit.1.3.5:—more freq. in Pass., to be yoked, harnessed to, τινι Luc.Ner.4: abs., to be attached, ᾗ τὸ πηδάλιον προσέζευκται Arist.Mech.851a33: metaph., τῷ προσέζευξαι πλάνῳ; E.Alc.482, cf. Plot.1.4.16; to be contiguous, πύργοις J. BJ5.4.4.
German (Pape)
[Seite 764] (s. ζεύγνυμι), anjochen, -binden, übertr., οἵᾳ συμφορᾷ προσεζύγης, Eur. Hipp. 1389.
French (Bailly abrégé)
attacher à ; Pass. être attaché à, τινι.
Étymologie: πρός, ζεύγνυμι.
Greek Monolingual
Α
1. συνάπτω στον ζυγό, ενώνω με ζυγό κάτι με κάτι άλλο («προσζεύγνυμι τὸ ἄροτρον», Πορφ.)
2. συνδέω, συναρμόζω (α. «τή ὕλῃ τὸν τεχνίτην προσέζευξεν», Πλούτ.
β. «ἡ τὸ πηδάλιον προσέζευκται», Αριστοτ.)
3. παθ. προσζεύγνυμαι
συνέχομαι, συνορεύω («ἡ τοῦ βασιλέως αὐλὴ προσέζευκτο», Ιώσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ζεύγνυμι «ενώνω, συνάπτω»].