νώδυνος: Difference between revisions
Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ → I've been nailed to the cross with the Anointed One. But I live, no longer as me; it's the Anointed One who lives in me! The life that I'm now living in the flesh, I'm living in the Faith of the son of God, who loved me and gave himself over for my sake. (Galatians 2:20)
(1ba) |
(2a) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=νώ-δῠνος, ον, [νη-, [[ὀδύνη]] = [[ἀνώδυνος]], q. v.]<br /><b class="num">I.</b> without [[pain]], Pind.<br /><b class="num">II.</b> act. [[soothing]] [[pain]], anodyne, Soph. | |mdlsjtxt=νώ-δῠνος, ον, [νη-, [[ὀδύνη]] = [[ἀνώδυνος]], q. v.]<br /><b class="num">I.</b> without [[pain]], Pind.<br /><b class="num">II.</b> act. [[soothing]] [[pain]], anodyne, Soph. | ||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''νώδυνος''': {nṓdunos}<br />'''Meaning''': [[keinen Schmerz empfindend]] (Pi.), [[schmerzstillend]] (S.)<br />'''Derivative''': mit [[νωδυνία]] [[Schmerzlosigkeit]] (Pi., Theok.).<br />'''Etymology''' : Für [[ἀνώδυνος]], aus ν(ε)- und [[ὀδύνη]]; s. zu [[νωδός]].<br />'''Page''' 2,330 | |||
}} | }} |
Revision as of 15:25, 2 October 2019
English (LSJ)
ον, (
A n(è)-, ὀδύνη) = ἀνώδυνος (q. v.), painless, νώδυνον κάματον τιθέναι Pi.N.8.50. II Act., soothing pain, φύλλον τι ν. S.Ph.44.
German (Pape)
[Seite 272] (νη – ὀδύνη), = ἀνώδυνος, schmerzlos, νώδυνον κάματον θῆκε, Pind. N. 8, 50. – Bei Soph. Phil. 44, ἢ φύλλον εἴ τι νώδυνον κατεῖδέ που, ist es trans., schmerzstillend, Schol. παυσώδυνον.
Greek (Liddell-Scott)
νώδῠνος: -ον, (νη-, ὀδύνη) = ἀνώδυνος, ὃ ἴδε, νώδυνον κάματον τιθέναι Πινδ. Ν. 8. 84. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ πραΰνων τὸν πόνον, πραϋντικῶς ἐπενεργῶν, φύλλον τι ν. Σοφ. Φιλ. 44.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui apaise la douleur.
Étymologie: νη-, ὀδύνη.
English (Slater)
νώδῠνος
1 free from pain ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν pr. (N. 8.50)
Greek Monolingual
νώδυνος, -ον (Α)
1. ανώδυνος («ἐπαοιδαῑς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν», Πίνδ.)
2. αυτός που ανακουφίζει, που καταπραύνει από τους πόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερητ. πρόθημα νη- + -ώδυνος (< ὀδύνη), πρβλ. αν-ώδυνος, περι-ώδυνος. Το ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
νώδῠνος: -ον (νη-, ὀδύνη)·
I. = ἀνώδυνος, βλ. αυτ., αυτός που δεν προκαλεί πόνους, σε Πίνδ.
II. Ενεργ., αυτός που μαλακώνει τον πόνο, που επενεργεί καταπραϋντικά, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
νώδῠνος:
1) не ощущающий боли, безболезненный (κάματος Pind.);
2) унимающий боль, болеутоляющий (φύλλον Soph.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: feeling no pain (Pi.), alleviating pain (S.).
Derivatives: νωδυνία painlessness (Pi., Theoc.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From priv. n̥- and ὀδύνη; s. on νωδός.
Middle Liddell
νώ-δῠνος, ον, [νη-, ὀδύνη = ἀνώδυνος, q. v.]
I. without pain, Pind.
II. act. soothing pain, anodyne, Soph.
Frisk Etymology German
νώδυνος: {nṓdunos}
Meaning: keinen Schmerz empfindend (Pi.), schmerzstillend (S.)
Derivative: mit νωδυνία Schmerzlosigkeit (Pi., Theok.).
Etymology : Für ἀνώδυνος, aus ν(ε)- und ὀδύνη; s. zu νωδός.
Page 2,330