τριοττίς: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(42)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]] ή Μ<br />περιτραχήλι ή [[σκουλαρίκι]] με [[τρεις]] οπές ή με [[τρεις]] πολύτιμους λίθους σε [[σχήμα]] οφθαλμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὄσσε]], <i>τώ</i> «τα δυο μάτια» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> [[ψηφίς]]). Ο τ. εμφανίζει τα χαρακτηριστικά στην αττ. -<i>ττ</i>- [[αντί]] τών -<i>σσ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[πλήσσω]]: [[πλήττω]])].
|mltxt=-[[ίδος]] ή Μ<br />περιτραχήλι ή [[σκουλαρίκι]] με [[τρεις]] οπές ή με [[τρεις]] πολύτιμους λίθους σε [[σχήμα]] οφθαλμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὄσσε]], <i>τώ</i> «τα δυο μάτια» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> [[ψηφίς]]). Ο τ. εμφανίζει τα χαρακτηριστικά στην αττ. -<i>ττ</i>- [[αντί]] τών -<i>σσ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[πλήσσω]]: [[πλήττω]])].
}}
{{FriskDe
|ftr='''τριοττίς''': {triottís}<br />'''See also''': s. [[ὄσσε]].<br />'''Page''' 2,933
}}
}}

Revision as of 16:00, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριοττίς Medium diacritics: τριοττίς Low diacritics: τριοττίς Capitals: ΤΡΙΟΤΤΙΣ
Transliteration A: triottís Transliteration B: triottis Transliteration C: triottis Beta Code: triotti/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, necklace with

   A three pendants like eyes (cf. τρίγληνος), Hdn.Gr.1.104, Eust.976.36; Dim. τριόττιον, τό, ibid.:— a form τριόττης, ὁ, is also cited in Phot. and EM766.33; and τριοπίς or τρίοπις by Poll.5.98, Sch.BT Il.14.183, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

τριοττίς: -ίδος, ἡ, κυρίως τριόφθαλμος, ὄνομα πόρπης ἢ κοσμήματος (πρβλ. τρίγληνος), Εὐστ. 976, 36, Ἀρκάδ.· ὑποκορ. τριόττιον, τό, Εὐστ. αὐτόθι· - ὡσαύτως μνημονεύεται ὁ τύπος τριόττης, ὁ, παρὰ Φώτ. καὶ τῷ Ἐτυμ. Μεγ.· καὶ τριοπὶς παρὰ Πολυδ. Ε΄, 98. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τριοπίς· τριόφθαλμος. ἔνιοι ζῷον ὅμοιον ἀκρίδι. καὶ περιτραχήλιον τρεῖς ἔχον ὀφθαλμοὺς ὑαλοῦς».

Greek Monolingual

-ίδος ή Μ
περιτραχήλι ή σκουλαρίκι με τρεις οπές ή με τρεις πολύτιμους λίθους σε σχήμα οφθαλμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + ὄσσε, τώ «τα δυο μάτια» + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. ψηφίς). Ο τ. εμφανίζει τα χαρακτηριστικά στην αττ. -ττ- αντί τών -σσ- (πρβλ. πλήσσω: πλήττω)].

Frisk Etymology German

τριοττίς: {triottís}
See also: s. ὄσσε.
Page 2,933