ψόθος: Difference between revisions

From LSJ

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
(2b)
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ψόθος:''' ὁ Arph. = [[ψοθοιός]].
|elrutext='''ψόθος:''' ὁ Arph. = [[ψοθοιός]].
}}
{{FriskDe
|ftr='''ψόθος''': 1.<br />{psóthos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': = [[ἀκαθαρσία]], [[ῥύπος]], [[ψώρα]] (A.''Fr''. 82 = 21 M., Ar. ''Fr''. 829, Phryn.Kom., H., Phot., Suid.); ψόθιον (-ίον cod.)· αἰθαλῶδες, ψοθόν· [[μέλαν]] H.; auch ψοθώ<ρ>α· [[ψώρα]], ψόθωρ<ον>· αὐχμηρόν H. (vgl. Wackernagel Phil. 95, 191), [[ψοθόκη]]· [[ἀκαθαρσία]] (Hdn. Gr.), [[ψοθοιὸς]] ὁ [[ἀκάθαρτος]] (Theognost. ''Kan''.).<br />'''Etymology''' : Volkstümliche Wörter ohne feste schriftliche Tradition. Am nächsten kommt [[ψόλος]] (s.d.); zum θ-Element vgl. die synonymen [[ὄνθος]], [[σπέλεθος]], σπύραθοι.<br />'''Page''' 2,1139<br />2.<br />{psóthos}<br />'''Meaning''': ... [[θόρυβος]], ψοθάλλειν· ψοφεῖν H.; ψοθεῦσιν = ψοφέουσιν (Kall.''Fr''. 194, 106).<br />'''Etymology''' : Kreuzung von [[ψόφος]] und [[ῥόθος]]; ψοθάλλειν nach ψάλλειν u.a.<br />'''Page''' 2,1139
}}
}}

Revision as of 16:10, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψόθος Medium diacritics: ψόθος Low diacritics: ψόθος Capitals: ΨΟΘΟΣ
Transliteration A: psóthos Transliteration B: psothos Transliteration C: psothos Beta Code: yo/qos

English (LSJ)

ὁ,

   A = ἀκαθαρσία, Phryn.Com.95 (fr. Hsch. (where also = ψώρα and θόρυβος), Phot., Suid.); = ψόφος acc. to Theognost.Can.54.

German (Pape)

[Seite 1401] 1) = ψόφος, θόρυβος (vgl. θήρ u. φήρ), VLL. – 2) = ψόλος, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ψόθος: ὁ, = ψόφος, κατὰ διαλεκτικὴν μεταβολήν, Θεόγνωστ. ἐν Κραμ. Ὀξ. Ἀν. 54. 13. ΙΙ. = ψόλος, Ἡσύχ., Σουΐδ.· κατὰ τὸν Φρύνιχ. παρὰ Φωτ., = ἀκαθαρσία· ἐντεῦθεν ἐπίθ. ψόθιος, -α, -ον, καὶ ψόθωρος, ον, = ψολόεις, Ἡσύχ. Ἐκ τοῦ ψόλος κατὰ διαλεκτικὴν μεταβολήν, ὡς τὸ Λατ. lacryma, ἐκ τοῦ δάκρυον, κλπ.)

Greek Monolingual

(I)
και ψοῑθος, ὁ, Α
1. (κατά το λεξ. Σούδα) α) αιθάλη, καπνός
β) ρύπος, ακαθαρσία
2. (μόνον ο τ. ψοῑθος) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν, τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) σποδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επιφώνημα ψό και εμφανίζει το ίδιο δασύ σύμφωνο -θ- με τα συνώνυμα ὄνθος, σπέλεθος, σπύραθος.
(II)
ὁ Α
(κατά τον Ησύχ. και τον Θεόγνωστ.) θόρυβος, ψόφος (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επιφώνημα ψό και έχει σχηματιστεί πιθ. κατά τα συνώνυμα ψόφος [Ι], ῥόθος.

Russian (Dvoretsky)

ψόθος: ὁ Arph. = ψοθοιός.

Frisk Etymology German

ψόθος: 1.
{psóthos}
Grammar: m.
Meaning: = ἀκαθαρσία, ῥύπος, ψώρα (A.Fr. 82 = 21 M., Ar. Fr. 829, Phryn.Kom., H., Phot., Suid.); ψόθιον (-ίον cod.)· αἰθαλῶδες, ψοθόν· μέλαν H.; auch ψοθώ<ρ>α· ψώρα, ψόθωρ<ον>· αὐχμηρόν H. (vgl. Wackernagel Phil. 95, 191), ψοθόκη· ἀκαθαρσία (Hdn. Gr.), ψοθοιὸςἀκάθαρτος (Theognost. Kan.).
Etymology : Volkstümliche Wörter ohne feste schriftliche Tradition. Am nächsten kommt ψόλος (s.d.); zum θ-Element vgl. die synonymen ὄνθος, σπέλεθος, σπύραθοι.
Page 2,1139
2.
{psóthos}
Meaning: ... θόρυβος, ψοθάλλειν· ψοφεῖν H.; ψοθεῦσιν = ψοφέουσιν (Kall.Fr. 194, 106).
Etymology : Kreuzung von ψόφος und ῥόθος; ψοθάλλειν nach ψάλλειν u.a.
Page 2,1139