μεσότοιχον: Difference between revisions
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
(1ba) |
(c2) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μεσό-τοιχον, ου, τό, [[τοῖχος]]<br />a [[partition]]-[[wall]], NTest. | |mdlsjtxt=μεσό-τοιχον, ου, τό, [[τοῖχος]]<br />a [[partition]]-[[wall]], NTest. | ||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':mesÒtoicon 姆所-胎罕<p>'''詞類次數''':名詞(1)<p>'''原文字根''':中間的-牆<p>'''字義溯源''':隔牆,中間⋯的牆;由([[μέσος]])=中間)與([[τοῖχος]])=牆)組成;其中 ([[μέσος]])出自([[μετά]])*=同),而 ([[τοῖχος]])出自([[τεῖχος]])=城牆), ([[τεῖχος]])又出自([[τίκτω]])*=生產)<p/>'''出現次數''':總共(1);弗(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 中間⋯牆(1) 弗2:14 | |||
}} | }} |
Revision as of 21:00, 2 October 2019
English (LSJ)
τό, = sq., Ep.Eph. 2.14, Hsch.
A s.v. κατῆλιψ.
German (Pape)
[Seite 140] τό, Zwischenwand, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
μεσότοιχον: τό, = τῷ ἑπομ., Ἐπιστ. π. Ἐφ. β΄, 14, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
mur mitoyen.
Étymologie: μέσος, τοῖχος.
English (Strong)
from μέσος and τοῖχος; a partition (figuratively): middle wall.
English (Thayer)
μεσοτοιχου, τό (μέσος, and τοῖχος the wall of a house), a partition-wall: τό μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ (i. e. τόν φραγμόν τόν μεσότοιχον ὄντα (A. V. the middle wall of partition; Winer's Grammar, § 59,8a.)), τόν τῆς ἡονης καί ἀρετῆς μεσότοιχον, Eratosthenes quoted in Athen. 7, p. 281d.)
Greek Monotonic
μεσότοιχον: τό (τοῖχος), μεσοτοιχία, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
μεσότοιχον: τό средостение: τὸ μ. τοῦ φραγμοῦ NT перегородка.
Middle Liddell
μεσό-τοιχον, ου, τό, τοῖχος
a partition-wall, NTest.
Chinese
原文音譯:mesÒtoicon 姆所-胎罕詞類次數:名詞(1)
原文字根:中間的-牆
字義溯源:隔牆,中間⋯的牆;由(μέσος)=中間)與(τοῖχος)=牆)組成;其中 (μέσος)出自(μετά)*=同),而 (τοῖχος)出自(τεῖχος)=城牆), (τεῖχος)又出自(τίκτω)*=生產)
出現次數:總共(1);弗(1)
譯字彙編:
1) 中間⋯牆(1) 弗2:14