ποταμοφόρητος: Difference between revisions
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
(1b) |
(c2) |
||
Line 42: | Line 42: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ποτᾰμο-φόρητος, ον,<br />carried [[away]] by a [[river]], NTest. | |mdlsjtxt=ποτᾰμο-φόρητος, ον,<br />carried [[away]] by a [[river]], NTest. | ||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':potamofÒrhtoj 坡他摩-賀雷拖士<p>'''詞類次數''':形容詞(1)<p>'''原文字根''':飲-攜帶(的)<p>'''字義溯源''':河流沖去,沖去;由([[ποταμός]])*=河流)與([[φορέω]])=有負擔,帶)組成;其中 ([[φορέω]])出自([[φόρος]])=負擔),而 ([[φόρος]])又出自([[φέρω]])*=負擔)<p/>'''出現次數''':總共(1);啓(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 沖去(1) 啓12:15 | |||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 2 October 2019
English (LSJ)
ον,
A carried away by a river, Apoc.12.15, PMag.Par.1.876, Cyran.39; γῆ π. PStrassb.5.10 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 688] vom Flusse getragen, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ποτᾰμοφόρητος: -ον, ὁ ὑπὸ ποταμοῦ παραφερόμενος, παρασυρόμενος, Ἀποκάλ. ιβ΄, 15.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
emporté par le fleuve.
Étymologie: ποταμός, φορέω.
Spanish
English (Strong)
from ποταμός and a derivative of φορέω; river-borne, i.e. overwhelmed by a stream: carried away of the flood.
English (Thayer)
ποταμοφορητου, ὁ (ποταμός and φορέω; like ἀνεμοφορητος (cf. Winer s Grammar, 100 (94))), carried away by a stream (i. e. whelmed, drowned in the waters): Hesychius under the word ἀπόερσε.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που μεταφέρεται, που παρασύρεται από το ρεύμα του ποταμού
2. φρ. «ποταμοφόρητος γη» — προσχωσιγενής περιοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + φορητός (< φορώ < φέρω), πρβλ. ναυσι-φόρητος].
Greek Monotonic
ποτᾰμοφόρητος: -ον, αυτός που μεταφέρεται μακριά από τον ποταμό, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ποτᾰμοφόρητος: уносимый течением реки NT.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποταμοφόρητος -ον [ποταμός, φορέω] door de rivier meegevoerd
Middle Liddell
ποτᾰμο-φόρητος, ον,
carried away by a river, NTest.
Chinese
原文音譯:potamofÒrhtoj 坡他摩-賀雷拖士詞類次數:形容詞(1)
原文字根:飲-攜帶(的)
字義溯源:河流沖去,沖去;由(ποταμός)*=河流)與(φορέω)=有負擔,帶)組成;其中 (φορέω)出自(φόρος)=負擔),而 (φόρος)又出自(φέρω)*=負擔)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 沖去(1) 啓12:15